Η ρήτρα διαμεσολάβησης ως θύρα της Υποχρεωτικής Αρχικής Διαμεσολάβησης
* του Δημήτρη Β. Θεοχάρη, Λέκτορα Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Fredrick Κύπρου, Δικηγόρου-Εκπαιδευτή Διαμεσολαβητών, L.L.M., Δ.Ν..
Η διαμεσολάβηση με τις υποχρεωτικές της διατάξεις και παρά τις ανωμαλίες της πανδημίας ξεκίνησε να εφαρμόζεται με επιτυχία, με το 15% των νέων υποθέσεων να επιλύονται ήδη εξωδικαστικά. Αιτία αποτελεί η νέα διαδικασία της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας, η οποία πλέον εφαρμόζεται και στις διαφορές για τις οποίες υφίσταται ρήτρα διαμεσολάβησης. Συγκεκριμένα, τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν την υπαγωγή σε διαμεσολάβηση μελλοντικών τους διαφορών.
Σε αντίθεση με τη ρήτρα διαιτησίας, στη ρήτρα διαμεσολάβησης δεν προβλέπεται πλήρης αποκλεισμός της δυνατότητας προσφυγής σε δικαιοδοτικό όργανο αλλά μόνο προσωρινός, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η διαμεσολαβητική διαδικασία και εφόσον η τελευταία αποβεί άκαρπη. Η ρήτρα αυτή βρίσκεται εντός μιας γενικότερης σύμβασης (π.χ. εμπορικής διανομής) ή και καταστατικού εταιρίας και αναφέρει την δέσμευση των μερών να αποπειραθούν να επιλύσουν μέσω διαμεσολάβησης τις διαφορές, που τυχόν προκύψουν στο μέλλον από τη βασική σχέσης των μερών. Η ρήτρα διαμεσολάβησης διατηρεί αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με τη σύμβαση στην οποία περιέχεται, ο δε νόμος πλέον ρητά οπλίζει με δικονομικές συνέπειες τη σχετική ρήτρα διαμεσολάβησης. Προς τούτο, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, ιδίως στην περίπτωση που ρήτρα διαμεσολάβησης εμπεριέχεται ως Γενικός Όρος συναλλαγών (ΓΟΣ).
Διαβάστε επίσης: Ιούνιος - Ιούλιος: Μήνες διαμεσολάβησης από τη Νομική Βιβλιοθήκη
Συγκεκριμένα, σε περίπτωση μη τήρησης της διαδικασίας της ΥΑΣ εκ μέρους του αιτούντος δικαστική προστασία, προβλέπεται το απαράδεκτο της συζητήσεως του ενδίκου μέσου. Η απόφαση που κηρύττει ως απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής είναι μη οριστική ενώ σε περίπτωση που ασκηθεί ανταγωγή πριν από την ημέρα διεξαγωγής της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβάνεται και αυτή στην ΥΑΣ, όπως βέβαια πρέπει να προκύπτει και από το σχετικό πρακτικό. Σε περίπτωση τέλος που ο αντίδικος δεν προσέρχεται στη διαδικασία της ΥΑΣ, ο διαμεσολαβητής το πιστοποιεί συντάσσοντας σχετικό πρακτικό, και καταδικάζεται σε ολόκληρο το ποσό, που κατέβαλε το επισπεύδον μέρος στο διαμεσολαβητή από το δικαστήριο, που δύναται να επιβάλει περαιτέρω στο δύστροπο μέρος χρηματική ποινή από εκατό έως πεντακόσια ευρώ, συνεκτιμώμενης της εν γένει συμπεριφοράς του και των λόγων μη προσέλευσης.
Στις παραπάνω περιπτώσεις, το μέρος που θέλει να προσφύγει εκκινεί την Υ.Α.Σ. ακόμα και προ κατάθεσης της αγωγής, ερχόμενος σε επαφή με τον αντίδικο για την επιλογή διαμεσολαβητή με δικαστικό επιμελητή, δια ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπίας, δια χειρός εγχείριση ή με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος, ακόμα και μέσω κοινωνικών δικτύων. Η έγκριση από την άλλη πλευρά για το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, πρέπει να είναι έγγραφη, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας η επιλογή γίνεται από την ΚΕΔ. Η ΥΑΣ μπορεί να πραγματοποιηθεί με τηλεδιάσκεψη, ενώ τα μέρη παρίστανται μαζί με νομικό παραστάτη τους αυτοπροσώπως, χωρίς τη δυνατότητα να εκπροσωπηθούν δια του δικηγόρου τους ή τρίτου. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η δυνάμει εξουσιοδότησης μόνη συμμετοχή του νομικού παραστάτη του μέρους, του οποίου αποδεδειγμένα δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία, ιδίως στις περιπτώσεις που αντιμετωπίζει δυσκολία μετακίνησης λόγω σοβαρής ασθένειας ή αν δεν υπάρχει δυνατότητα τηλεδιάσκεψης ή αν είναι κάτοικος εξωτερικού. Επίσης, στην περίπτωση νομικών προσώπων ο νόμιμος εκπρόσωπος δύναται να διορίζει αντιπρόσωπο με εξουσιοδότηση και θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του.
Κατά την ΥΑΣ ο διαμεσολαβητής απευθύνεται στα μέρη, προκειμένου να διερευνήσει την πιθανότητα να λάβει χώρα διαμεσολάβηση, τηρείται δε απόλυτα το απόρρητο της διαδικασίας. Εφόσον δε τους πείσει συντάσσεται έγγραφο συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, η οποία μπορεί να ξεκινήσει και άμεσα την ίδια ημέρα ενώ σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία για την υπαγωγή σε διαμεσολάβηση, τότε συντάσσεται πρακτικό αποτυχίας από τον διαμεσολαβητή, το οποίο και προσκομίζεται στο δικαστήριο. Οι μοναδικές εξαιρέσεις του νόμου, όπου υπάρχει απαλλαγή από την Υ.Α.Σ. είναι αυτές στις οποίες το διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο ή ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ, για τις οποίες ωστόσο υφίσταται υποχρέωση ενημέρωσης, όταν υπάρχει εξουσία διαθέσεως.
Για περισσότερα, δικονομικά και ουσιαστικού δικαίου θέματα βλ. στην πρόσφατη έκδοση «Το Δίκαιο της Διαμεσολάβησης (Ν. 4640/2019)», Νομική Βιβλιοθήκη, 2020