Συκοφαντική δυσφήμιση δικηγόρου κατόπιν κοινοποίησης εξωδίκου στο πλαίσιο διαφοράς για την παροχή εργασίας και δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης
Καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ για την απόφαση ελληνικών δικαστηρίων: Τα αρνητικά σχόλια στο εξώδικο που κοινοποίησε ο διευθύνων σύμβουλος εταιρίας στην πρώην νομική σύμβουλο συνιστούν αξιολογικές κρίσεις
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 25-03-2021 απόφασή του σε υπόθεση ελληνικού ενδιαφέροντος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αποφάνθηκε ότι η ποινική καταδίκη διευθύνοντος συμβούλου ελληνικής εταιρίας για την τέλεση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης σχετικά με σχόλια που διατύπωσε σε βάρος της πρώην νομικής συμβούλου της εταιρίας, συγκεκριμένα για την παροχή της εργασίας της στο πλαίσιο μεταξύ τους διαφοράς, συνιστά παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, τα ελληνικά δικαστήρια καταδίκασαν τον προσφεύγοντα δίχως επαρκή αιτιολογία, δίχως να εξετάσουν συγκεκριμένα την υπόθεση και δίχως γενικά να ερευνήσουν τα πραγματικά περιστατικά κατά παράβαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο προσφεύγων, Θεόδωρος Ματάλας, είναι Έλληνας υπήκοος, γεννηθείς το έτος 1968 και είναι κάτοικος Κηφισιάς (Ελλάδα).
Ο προσφεύγων διορίσθηκε το 2007 Διευθύνων Σύμβουλος της Αγρογή Α.Ε. Ζήτησε από όλους τους εργαζομένους της εταιρίας ενημέρωση αναφορικά με την εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων τους. Η Λ.Π., δικηγόρος, ενημέρωσε προφορικά τον προσφεύγοντα για τις εκκρεμείς νομικές υποθέσεις σε βάρος της εταιρίας.
Ο προσφεύγων, αμφισβητώντας την ακρίβεια των πληροφοριών αυτών, ζήτησε την απομάκρυνση της Λ.Π. από τη θέση της και έλαβε και άλλα μέτρα σχετικά, συμπεριλαμβανομένου του αιτήματος επιστροφής των φακέλων των νομικών υποθέσεων της εταιρίας. Με το επιχείρημα ότι δεν ενημερώθηκε πλήρως σχετικά με τις εκκρεμείς νομικές υποθέσεις σε βάρος της εταιρίας, ο προσφεύγων κοινοποίησε εξώδικο προς τη Λ.Π. στο οποίο αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Καταγγέλλουμε την αντιεπαγγελματική και αντιδεοντολογική συμπεριφορά που επιδείξατε προς την εταιρία μας … [ενεργώντας] δόλια με σκοπό να βλάψετε τα συμφέροντα της εταιρίας … [Ο]ι πληροφορίες που μας έχετε παράσχει μέχρι στιγμής είναι ελλιπείς και εσφαλμένες.»
Στις 22 Απριλίου 2008 η Λ.Π. υπέβαλε έγκληση σε βάρος του προσφεύγοντος για την τέλεση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος τόσο στον πρώτο βαθμό όσο και στην κατ’ έφεση δίκη. Ο Άρειος Πάγος, απέρριψε την αναίρεση του προσφεύγοντος. Ως εκ τούτου, στον προσφεύγοντα επιβλήθηκε αμετάκλητα ποινή φυλάκισης πέντε μηνών με αναστολή.
Επικαλούμενος το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι η ποινική καταδίκη του για την τέλεση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων του.
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάνθηκε ότι συντρέχει παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος συνιστά «επέμβασις δημοσίας αρχής» στο δικαίωμά του ελευθερίας της έκφρασης. Έκρινε ότι η επέμβαση προβλέπεται «υπό του νόμου» και έτσι εξέτασε κατά πόσον «αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον».
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ισχυρισμός σε βάρος της Λ.Π. για αντιεπαγγελματική και αντιδεοντολογική συμπεριφορά μπορούσε να βλάψει τη φήμη και την καριέρα της. Έτσι, προέβη σε στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος σεβασμού της υπόληψής της και του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης του προσφεύγοντος.
Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι τα ελληνικά δικαστήρια ενέταξαν τα επίμαχα σχόλια στην κατηγορία των «γεγονότων» και τα έκριναν ψευδή. Εντούτοις, δεν παρείχαν πειστικές αιτιολογίες για το συμπέρασμα αυτό. Αντίθετα, περιορίστηκαν στο να αξιολογήσουν κατά πόσον οι εκφράσεις που περιέχονταν στο εξώδικο δύναντο να προξενήσουν βλάβη στην τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Εντούτοις, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων σε τέτοιες δίκες δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει την υπόδειξη προς τον κατηγορούμενο του ύφους που θα έπρεπε να είχε επιλέξει κατά την άσκηση της κριτικής του, ανεξαρτήτως του βαθμού καυστικότητας των επίμαχων σχολίων.
Αντιθέτως, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι επίμαχες εκφράσεις συνιστούν «αξιολογικές κρίσεις» και ότι βασίζονται στην έκθεση άλλων γεγονότων. Τα ελληνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σε αυτή την κατεύθυνση. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν ήπια και όχι προσβλητική.
Αναφορικά με την κοινοποίηση των σχολίων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το εξώδικο απευθύνθηκε και κοινοποιήθηκε προσωπικά στη Λ.Π. και ότι ο προσφεύγων δεν δημοσίευσε καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο τους ισχυρισμούς του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καταγγελία σε βάρος του προσφεύγοντος προέκυψε μέσω της αλληλογραφίας του προσφεύγοντος με τη Λ.Π. και ότι τα επίμαχα σχόλια δεν διατυπώθηκαν δημόσια. Για παράδειγμα, δεν διατυπώθηκαν προφορικά ενώπιον κοινού, ή σε επιστολές που απευθύνονταν ή δημοσιεύθηκαν στο ευρύ κοινό ή τα μέσα ενημέρωσης. Το γεγονός ότι ουδέποτε δημοσιοποιήθηκαν ασκεί επιρροή στον έλεγχο της αναλογικότητας της επέμβασης στο πλαίσιο του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ. Ακόμα, τα σχόλια διατυπώθηκαν εντός του νομίμου πλαισίου διαμαρτυρίας-καταγγελίας. Επομένως, ο όποιος αρνητικός αντίκτυπος των σχολίων στη φήμη της Λ.Π. είναι αρκετά περιορισμένος.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη τους το πλαίσιο στο οποίο διατυπώθηκαν τα σχόλια, ήτοι μία εν εξελίξει διαφορά στην οποία εμπλέκεται ο προσφεύγων, και δεν ερεύνησαν την όποια βλάβη στη φήμη της Λ.Π.
Συνολικά, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι η φύση και το πλαίσιο του επίμαχου κειμένου δεν δικαιολογούν την επιβολή ποινής φυλάκισης, ακόμα και με τη χορήγηση αναστολής, καθώς η ποινή αυτή έχει αδιαμφισβήτητα αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην ελευθερία του λόγου.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στα αγγλικά στη βάση δεδομένων HUDOC του ΕΔΔΑ