Καλή πίστη
18/11/2013
16/11/2017
Η αρχή της καλής πίστης μαζί με άλλες αρχές, αποτελεί εργαλείο ερμηνείας των πραγματικών περιστατικών κάθε νομικής υπόθεσης ανεξαρτήτως της φύσης της διαφοράς (ιδιωτικής ή δημόσιας).
Ως προς το ιδιωτικό δίκαιο (αστικές διαφορές), βάσει της αρχής της καλής πίστης, ένας άνθρωπος πρέπει να συμπεριφέρεται με ευπρεπή και έντιμο τρόπο στις συναλλαγές του εντός του κοινωνικού συνόλου. Η πρότυπη αυτή συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ως αντικειμενική καλή πίστη. Η πεποίθηση ενός ανθρώπου ότι οι πράξεις του είναι νόμιμες και δεν πλήττουν συνανθρώπους του λέγεται υποκειμενική καλή πίστη και δεν αποτελεί πηγή δικαίου.
Στο δημόσιο δίκαιο, η αρχή της καλής πίστης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχή της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου έναντι του Δημοσίου. Πρόκειται για την αρχή του estoppels, βάσει της οποίας η Διοίκηση δε δύναται επί τη βάσει των δικών της παραλείψεων, να αγνοήσει μία ευνοϊκή κατάσταση για το διοικούμενο και να αρνηθεί να αναγνωρίσει σε αυτόν τα ωφελήματα και τις νόμιμες συνέπειες που προκύπτουν από τις ως άνω παραλείψεις.