Έκταση ουσιαστικού δεδικασμένου επί συνυπαιτίου προσώπου που δεν υπήρξε διάδικος (ΝΣΚ 35/2025)
Αποδεκτή από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ η Γνωμοδότηση ΝΣΚ, σύμφωνα με την οποία η καταλογιστική πράξη πρέπει να ακυρώνεται οίκοθεν και κατά το μέρος που αφορά το συνυπαίτιο πρόσωπο, χωρίς να απαιτείται η άσκηση ανακοπής κατά των μέτρων ΚΕΔΕ που θα επιβληθούν
Εγκύκλιο προς τις τελωνειακές αρχές της χώρας απέστειλε ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με την οποία τους κοινοποίησε την υπ’ αριθμ. 35/2025 γνωμοδότηση του ΝΣΚ, σχετικά με την εφαρμογή της παρ.3 του άρθρου 197 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η οποία και έγινε αποδεκτή από τον Διοικητή.
Η γνωμοδότηση 35/2025 του Ε’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αφορά ερώτημα που υποβλήθηκε από τη Διεύθυνση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβάσεων της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων & Ε.Φ.Κ. της ΑΑΔΕ, αναφορικά με την έκταση του δεδικασμένου δικαστικών αποφάσεων επί καταλογιστικών πράξεων τελωνειακών αρχών για παραβάσεις του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα και τις συνέπειες ως προς συνυπαίτια φυσικά πρόσωπα στα οποία είχαν επιβληθεί αλληλεγγύως πρόστιμα.
Η υπόθεση αφορά την εταιρεία Σ., η οποία υπέβαλε δηλώσεις ειδικού φόρου κατανάλωσης για ποσότητες πετρελαιοειδών προϊόντων προερχόμενων από φορολογική αποθήκη της εταιρείας Ε. Κατόπιν ελέγχου του Ζ΄ Τ.Ε.Τ.Σ. Πειραιά, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1083/03/20.06.2006 καταλογιστική πράξη, με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 2.048 ευρώ σε βάρος των φυσικών προσώπων Α.Κ. και Δ.Γ., οι οποίοι κρίθηκαν συνυπαίτιοι διάπραξης τελωνειακής παράβασης κατ’ άρθρο 142 παρ. 1 του ν. 2960/2001, λόγω υπέρβασης προθεσμίας που έθετε η με αριθμό 23442/19.08.2002 εγκύκλιος διαταγή του Ζ’ Τελωνείου Πειραιά που αφορούσε στην, εντός χρονικού διαστήματος δύο ημερών, παραλαβή - φυσική έξοδο ποσοτήτων καυσίμων που προέρχονταν από φορολογική αποθήκη, ο τελωνισμός και η διάθεση των οποίων στην εσωτερική αγορά είχε εγκριθεί από το ίδιο ως άνω Τελωνείο.
Υπαίτιοι για την τέλεση της ως άνω παράβασης ορίστηκαν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, αφενός ο Δ.Γ., νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Σ. επ’ ονόματι της οποίας υποβλήθηκαν οι δηλώσεις Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) για τον τελωνισμό, για λογαριασμό της, ποσοτήτων διαφόρων πετρελαιοειδών προϊόντων υποκείμενων σε Ε.Φ.Κ. προερχομένων από την φορολογική αποθήκη της εταιρείας Ε., και αφετέρου ο Α.Κ., νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Ε., ενώ η εφοδιάστρια εταιρεία Ε. κηρύχθηκε αστικά συνυπεύθυνη με τον νόμιμο εκπρόσωπό της Α.Κ. για την πληρωμή του επιβληθέντος προστίμου, κατ’ άρθρο 152 παρ. 2 του ν. 2960/2001 (Α΄ 265), η δε αιτηθείσα την παραλαβή των πετρελαιοειδών προϊόντων εταιρεία Σ., κηρύχθηκε αστικά συνυπεύθυνη με τον νόμιμο εκπρόσωπό της Δ.Γ.
Ο Α.Κ. και η εταιρεία Ε. άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, οι οποίες έγιναν δεκτές με τις αποφάσεις Α 2977/2016 και Α 2978/2016. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας δεν όριζε προθεσμία εξόδου των προϊόντων από τη φορολογική αποθήκη μετά την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης και ότι η σχετική εγκύκλιος δεν μπορούσε να θεμελιώσει κύρωση. Συνεπώς, η καταλογιστική πράξη ακυρώθηκε. Κατά των αποφάσεων αυτών δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα και κατέστησαν αμετάκλητες.
Αντιθέτως, η προσφυγή που είχαν ασκήσει ο Δ.Γ. και η εταιρεία Σ. απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους (ελλιπές παράβολο, μη νομιμοποίηση πληρεξουσίου δικηγόρου) με την απόφαση Α 2282/2016, η οποία επίσης κατέστη αμετάκλητη. Στη συνέχεια, η υπηρεσία διατύπωσε ερώτημα ως προς το αν το δεδικασμένο των ανωτέρω αμετάκλητων αποφάσεων εκτείνεται και στο δεύτερο συνυπαίτιο πρόσωπο Δ.Γ., μολονότι δεν υπήρξε διάδικος στις σχετικές δίκες, καθώς και αν η τελωνειακή αρχή δύναται να ακυρώσει οίκοθεν την καταλογιστική πράξη και ως προς αυτόν.
Το Ν.Σ.Κ., ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 197 παρ. 3 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, καθώς και τις συνταγματικές και νομοθετικές επιταγές περί συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις (άρθρο 95 παρ. 5 Συντ., ν. 3068/2002, άρθρο 198 Κ.Δ.Δ.), έκρινε ότι το δεδικασμένο καλύπτει και τους προσωπικώς και αλληλεγγύως κατά νόμο ευθυνόμενους, ακόμη και αν δεν ήταν διάδικοι στη δίκη, εφόσον η καταλογιστική πράξη είχε κοινή νομική και πραγματική βάση. Επικαλέστηκε δε τη νομολογία του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία το δεδικασμένο εκτείνεται και σε συνυπόχρεους.
Συνεπώς, το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από τις αποφάσεις Α 2977/2016 και Α 2978/2016 εκτείνεται και στο πρόσωπο του Δ.Γ., το οποίο είχε καταλογιστεί ως συνυπαίτιο, παρά το ότι η δική του προσφυγή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, αφού από την απορριπτική αυτή απόφαση δεν παρήχθη ουσιαστικό δεδικασμένο. Ως εκ τούτου, η τελωνειακή αρχή υποχρεούται να ακυρώσει οίκοθεν την καταλογιστική πράξη και κατά το μέρος που αφορά στο εν λόγω πρόσωπο, χωρίς να απαιτείται νέα δικαστική κρίση μέσω άσκησης ανακοπής Κ.Ε.Δ.Ε.
Με βάση τα ανωτέρω, το ΝΣΚ γνωμοδότησε ομόφωνα ότι:
1. Κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 197 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 265) το ουσιαστικό δεδικασμένο δικαστικής απόφασης, η οποία έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται συναφώς παράβαση του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα και ακύρωσε καταλογιστική πράξη επιβολής προστίμου της τελωνειακής αρχής, κατόπιν απόδοσης διάπραξης απλών τελωνειακών παραβάσεων, σε βάρος δύο συνυπαιτίων φυσικών προσώπων, κατά το μέρος που αφορά το ένα καταλογισθέν συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο, που προσέφυγε δικαστικά και δικαιώθηκε, εκτείνεται και στο δεύτερο συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο, στο οποίο το σχετικό πρόστιμο είχε επιβληθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το δικαστικά δικαιωθέν συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο, ανεξαρτήτως του ότι το δεύτερο συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη της συγκεκριμένης προσφυγής και η ασκηθείσα από το συνυπαίτιο αυτό φυσικό πρόσωπο, προσφυγή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους.
2. Συνακόλουθα, ο Προϊστάμενος του Δ΄ Τελωνείου Πειραιά οφείλει να ακυρώσει οίκοθεν, κατά τη διαδικασία που ακολουθείται από τις τελωνειακές αρχές για τη διαγραφή οφειλής, σε πλήρη συμμόρφωση με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, τη με αριθμό 1083/03/20.06.2006 καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου του Ζ΄ Τελωνείου Ελευθέρων Τελωνειακών Συγκροτημάτων (Τ.Ε.Τ.Σ.) Πειραιά και κατά το μέρος που αφορά και στο δεύτερο συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο, στο οποίο το σχετικό πρόστιμο είχε επιβληθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον και δεν απαιτείται, προκειμένου να ακυρωθεί η εν λόγω καταλογιστική πράξη στο σύνολό της, η αναγνώριση της επέκτασης του δεδικασμένου και στο δεύτερο συνυπαίτιο πρόσωπο μέσω δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί κατόπιν άσκησης ανακοπής κατά των μέτρων Κ.Ε.Δ.Ε. που θα επιβληθούν στο συνυπαίτιο αυτό πρόσωπο.