logo-print

Αντιμετώπιση επιπτώσεων της πανδημίας στον τομέα των αερομεταφορών και δίκαιο ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων

ΓΔΕΕ: «Ακυρώνεται η απόφαση της Επιτροπής που ενέκρινε ενίσχυση της Γερμανίας υπέρ της αεροπορικής εταιρίας Condor - Δεκτή η προσφυγή της Ryanair»

14/06/2021

15/06/2021

ΕΣΔΑ Κατ΄άρθρο ερμηνεία

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 9-06-2021 απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) ακύρωσε, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, την απόφαση της Επιτροπής με την οποία εγκρίθηκε η κρατική ενίσχυση της Γερμανίας υπέρ της αεροπορικής εταιρίας Condor Flugdienst.

Εντούτοις, το ΓΔΕΕ αποφάνθηκε, ότι λόγω του οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου που έχει διαμορφωθεί εν καιρώ πανδημίας COVID-19, τα αποτελέσματα της ακύρωσης αναστέλλονται έως ότου η Επιτροπή εκδώσει νέα απόφαση.

Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο εξέτασης της υπόθεσης, το ΓΔΕΕ παρείχε διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή όταν διαπιστώνει την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ζημιών, τις οποίες σκοπεί να αποκαταστήσει ένα μέτρο ενίσχυσης, και των εκτάκτων γεγονότων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ

Ιστορικό της υπόθεσης

Τον Απρίλιο του 2020, η Γερμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή ατομική ενίσχυση υπέρ της αεροπορικής εταιρίας Condor Flugdienst GmbH, υπό τη μορφή δύο δανείων ύψους 550 εκατομμυρίων ευρώ, με εγγύηση του Δημοσίου και επιδοτούμενα επιτόκια. Σκοπός του μέτρου αυτού ήταν να αποζημιωθεί η Condor για τις ζημιές που υπέστη άμεσα λόγω της ματαίωσης ή του επαναπρογραμματισμού των πτήσεών της κατόπιν της επιβολής ταξιδιωτικών περιορισμών στο πλαίσιο της πανδημίας της COVID-19.

Η Condor είναι αεροπορική εταιρία η οποία ανήκε προηγουμένως στην Thomas Cook Group plc. Κατόπιν της θέσεως του ομίλου αυτού υπό δικαστική εκκαθάριση, η Condor αντιμετώπισε χρηματοοικονομικές δυσχέρειες και αναγκάστηκε να ζητήσει την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας τον Σεπτέμβριο του 2019. Η εν λόγω διαδικασία αφερεγγυότητας, η οποία θα έπρεπε να είχε περατωθεί μετά την πώληση της Condor σε ενδιαφερόμενο επενδυτή, παρατάθηκε τον Απρίλιο του 2020, καθότι ο επενδυτής απέσυρε την προσφορά αγοράς. 

Παράλληλα με την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η Γερμανία χορήγησε στην Condor ενίσχυση υπό τη μορφή δανείου διάσωσης ύψους 380 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να μπορέσει η τελευταία να συνεχίσει τις δραστηριότητές της κατόπιν της δικαστικής εκκαθάρισης του ομίλου στον οποίο ανήκε. Με απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2019, η Επιτροπή ενέκρινε την εν λόγω ενίσχυση.

Με απόφαση της 26ης Απριλίου 2020, η Επιτροπή κήρυξε την κοινοποιηθείσα ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά οι ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα.

Για να εκτιμήσει το ύψος των ζημιών που υπέστη η Condor λόγω της ματαίωσης ή του επαναπρογραμματισμού των πτήσεών της κατόπιν της επιβολής ταξιδιωτικών περιορισμών στο πλαίσιο της πανδημίας της COVID-19, η Επιτροπή υπολόγισε καταρχάς τη διαφορά μεταξύ των προβλέψεων σχετικά με τα κέρδη προ φόρων για την περίοδο από Μάρτιο έως Δεκέμβριο 2020, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν και μετά την ανακοίνωση των ταξιδιωτικών περιορισμών και των μέτρων για τον περιορισμό της κυκλοφορίας. Στη συνέχεια, στο ποσό της διαφοράς αυτής προστέθηκαν τα έξοδα που συνδέονταν με την παράταση της περιόδου αφερεγγυότητας της Condor κατόπιν της αποτυχίας της πώλησής της στον ενδιαφερόμενο επενδυτή.

Η αεροπορική εταιρία Ryanair άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής.

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, η Ryanair προέβαλε, μεταξύ άλλων, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, καθόσον η τελευταία ουδόλως εξήγησε τους λόγους που την οδήγησαν να συμπεριλάβει, κατά τον υπολογισμό των ζημιών που μπορούσαν να αποκατασταθούν με το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως, τα έξοδα που συνδέονταν με την παράταση της περιόδου αφερεγγυότητας της Condor κατόπιν της αποτυχίας της πώλησής της σε δυνητικό επενδυτή. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, μπορούν να αντισταθμίζονται, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μόνον τα οικονομικά μειονεκτήματα που προκαλούνται άμεσα από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα. Πρέπει, επομένως, να υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ των ζημιών που προκλήθηκαν από το έκτακτο γεγονός και της κρατικής ενίσχυσης, απαιτείται δε η ακριβέστερη δυνατή αποτίμηση των ζημιών που προκλήθηκαν. Η Επιτροπή οφείλει συνεπώς να εξακριβώσει αν τα επίμαχα μέτρα ενίσχυσης προσφέρονται ή όχι για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από έκτακτα γεγονότα, ενώ διευκρινίζεται ότι το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ αποκλείει μέτρα χαρακτήρα γενικού και ανεξάρτητου από τις ζημίες που υποστηρίζεται ότι προκλήθηκαν λόγω τέτοιων γεγονότων. Επιπλέον, η Επιτροπή οφείλει να ελέγξει αν το ποσό της χορηγηθείσας από το οικείο κράτος μέλος αντιστάθμισης περιορίζεται στο ύψος που είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου.

Υπό το πρίσμα των ως άνω διευκρινίσεων, το Γενικό Δικαστήριο ανάλυσε, πρώτον, τον δεδηλωμένο σκοπό του μέτρου ενίσχυσης και διαπίστωσε ότι, κατά το ίδιο το γράμμα της προσβαλλομένης απόφασης, σκοπός του μέτρου ενίσχυσης ήταν να αποζημιωθεί η Condor αποκλειστικά για τις ζημίες που προκλήθηκαν άμεσα από τη ματαίωση και τον επαναπρογραμματισμό των πτήσεών της λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο της πανδημίας της COVID-19, αποκλειομένης κάθε άλλης πηγής ζημιών που συνδέονται γενικότερα με την πανδημία. 

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι τα επιπλέον έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Condor εξαιτίας της παράτασης της διαδικασίας αφερεγγυότητας προκλήθηκαν άμεσα από την εν λόγω ματαίωση και τον επαναπρογραμματισμό των πτήσεων. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει ότι ήταν «θεμιτό» να προστεθούν στις προς αποκατάσταση ζημίες τα επιπλέον έξοδα που προέκυψαν στο πλαίσιο της παράτασης της διαδικασίας αφερεγγυότητας της Condor, χωρίς να εξηγήσει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η καθοριστική αιτία των εν λόγω εξόδων ήταν η ματαίωση και ο επαναπρογραμματισμός των πτήσεων της Condor που κατέστησαν αναγκαίοι στο πλαίσιο της πανδημίας της COVID-19.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της προσβαλλομένης απόφασης ότι η πώληση της Condor απέτυχε εξαιτίας της ματαίωσης και του επαναπρογραμματισμού των πτήσεων. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η διαδικασία αφερεγγυότητας, η οποία κινήθηκε πριν από την εμφάνιση της πανδημίας της COVID-19, οφειλόταν στις χρηματοοικονομικές δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπιζε η Condor κατόπιν της εκκαθάρισης της μητρικής εταιρίας της. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή αν η ματαίωση και ο επαναπρογραμματισμός των πτήσεων της Condor λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο της πανδημίας ήταν πράγματι η καθοριστική αιτία των επιπλέον εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Condor λόγω της παράτασης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, και να αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμο την απόφασή της ως προς το ζήτημα αυτό. 

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε τον τρόπο με τον οποίο αποτιμήθηκαν τα επιπλέον έξοδα που προκάλεσε η παράταση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ούτε το είδος των συγκεκριμένων εξόδων. Η Επιτροπή δεν απάντησε εξάλλου στο ζήτημα κατά πόσον ήταν το σύνολο ή ένα τμήμα μόνο των εξόδων αυτών που θεωρήθηκε ότι οφειλόταν άμεσα στη ματαίωση και τον επαναπρογραμματισμό των πτήσεων της Condor.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά την άμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ, αφενός, των εξόδων που προκλήθηκαν από την παράταση της περιόδου αφερεγγυότητας και, αφετέρου, της ματαίωσης και του επαναπρογραμματισμού των πτήσεων της Condor εξαιτίας των ταξιδιωτικών περιορισμών που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο της πανδημίας της COVID-19. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ακύρωση οφείλεται στην ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης και ότι η άμεση αμφισβήτηση της νομιμότητας της είσπραξης των προβλεπόμενων από το κοινοποιηθέν μέτρο ενίσχυσης χρηματικών ποσών θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για την οικονομία της Γερμανίας, σε ένα οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που ήδη χαρακτηρίζεται από τη σοβαρή διαταραχή της οικονομίας που προκάλεσε η πανδημία της COVID-19, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τα αποτελέσματα της ακύρωσης της προσβαλλομένης απόφασης έως ότου η Επιτροπή εκδώσει νέα απόφαση.

Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.

Υπενθυμίζεται ακόμα ότι κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς της μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Αγωγή περί κλήρου
Η Διαμεσολάβηση
send