logo-print

Οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου πρέπει να ενημερώνονται για τους λόγους για τους οποίους καταγγέλλεται με προειδοποίηση η σύμβαση εργασίας τους εφόσον προβλέπεται τέτοια ενημέρωση για τους εργαζομένους αορίστου χρόνου

20/02/2024

23/02/2024

Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές εργασιακές σχέσεις - Ε έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΕΡΔΕΛΗΣ

Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Με απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον εργοδότη να μην αιτιολογήσει την καταγγελία, με προειδοποίηση, σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ υπέχει υποχρέωση αιτιολόγησης όταν καταγγέλλει σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

Σε μια τέτοια περίπτωση, ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου στερείται πληροφορίες που είναι σημαντικές για να εκτιμήσει τον τυχόν αδικαιολόγητο χαρακτήρα της απόλυσής του και, ενδεχομένως, να προσφύγει στη δικαιοσύνη.

Δεδομένου ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση θίγει το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών υποχρεούται να αφήσει εν ανάγκη ανεφάρμοστη την εθνική ρύθμιση όταν αδυνατεί να την ερμηνεύσει κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης.

Ιστορικό υπόθεσης

Ένα Πολωνικό δικαστήριο έχει επιληφθεί διαφοράς μεταξύ ενός εργαζομένου, απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, και του πρώην εργοδότη του. Ο τελευταίος, ενεργώντας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, κατήγγειλε τη σύμβαση με προειδοποίηση χωρίς να παραθέσει τους λόγους της απόφασής του. Ο εργαζόμενος, προβάλλοντας τον παράνομο χαρακτήρα της απόλυσής του, εκτιμά ότι η μη παράθεση των λόγων αυτών αντιβαίνει στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που κατοχυρώνεται τόσο στο δίκαιο της Ένωσης όσο και στο πολωνικό δίκαιο. Υποστηρίζει ότι υποχρέωση γνωστοποίησης των λόγων υφίσταται παρά ταύτα, κατά την πολωνική νομοθεσία, όσον αφορά την καταγγελία συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Ο Πολωνός δικαστής ερωτά το Δικαστήριο αν το γεγονός ότι ισχύουν διαφορετικές απαιτήσεις ως προς την καταγγελία, ανάλογα με το είδος της οικείας σύμβασης εργασίας, συνάδει με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου.

Ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν μπορεί να γίνει επίκληση της συμφωνίας αυτής σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών.

Η απόφαση του Δικαστηρίου

Με την απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

Όταν ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου, δεν ενημερώνεται για τους λόγους καταγγελίας της σύμβασης, στερείται πληροφορίες που είναι σημαντικές για την εκτίμηση του τυχόν αδικαιολόγητου χαρακτήρα της απόλυσής του. Ως εκ τούτου, δεν διαθέτει εξαρχής πληροφορίες που ενδέχεται να είναι καθοριστικές για την επιλογή του να προσφύγει ή να μην προσφύγει στη δικαιοσύνη.

Επομένως, η εν λόγω πολωνική νομοθεσία εισάγει διαφορετική μεταχείριση εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου. Ωστόσο, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου βρίσκεται, εν προκειμένω, σε κατάσταση συγκρίσιμη με έναν εργαζόμενο ο οποίος απασχολείται με σύμβαση αορίστου χρόνου στον ίδιο εργοδότη.

Επιπλέον, το Δικαστήριο εκτιμά ότι απλώς και μόνον η προσωρινή φύση μιας σχέσης εργασίας δεν δικαιολογεί τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου. Η ευελιξία που είναι σύμφυτη με τη συγκεκριμένη μορφή σύμβασης εργασίας δεν θα θιγόταν από τη γνωστοποίηση των λόγων της απόλυσης.

Ο εθνικός δικαστής, μολονότι υποχρεούται να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, δεν οφείλει εν προκειμένω να αφήσει ανεφάρμοστη την εθνική διάταξη για τον λόγο και μόνον ότι είναι αντίθετη προς τη συμφωνία-πλαίσιο. Τούτο διότι η επίκληση της συμφωνίας αυτής, η οποία είναι προσαρτημένη σε οδηγία, δεν είναι δυνατή στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών. Ωστόσο, η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση θίγει επίσης το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να αφήσει εν ανάγκη ανεφάρμοστη την επίμαχη εθνική ρύθμιση προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αυτού όταν αδυνατεί να ερμηνεύσει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με τον Χάρτη. 

To πλήρες κείμενο και, εφόσον υπάρχει, η σύνοψη της αποφάσεως είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα CURIA

Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ΕΠολΔ 31
Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙ, 3η έκδ.
send