Μηνύματα μεταξύ της Προέδρου von der Leyen και του CEO της Pfizer Α.Μπουρλά: Δικαίωση για Μ.Στεβή και New York Times ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ
Πρόσβαση στα έγγραφα – Άρνηση παροχής πρόσβασης – Τεκμήριο αλήθειας της δήλωσης περί μη κατοχής εγγράφων – Έλλειψη πειστικών εξηγήσεων βάσει των οποίων να είναι δυνατόν να προσδιορισθούν οι λόγοι για τη μη ύπαρξη ή τη μη κατοχή – Διατήρηση των εγγράφων – Αρχή της χρηστής διοίκησης
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 14.05.2025 απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής με την οποία η τελευταία αρνήθηκε να παράσχει στη δημοσιογράφο Ματίνα Στεβή, της εφημερίδας New York Times, πρόσβαση στα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Προέδρου Ursula von der Leyen και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer Α. Μπουρλά.
Ιστορικό της υπόθεσης
Με αίτηση που υπέβαλε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 [κανονισμού για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής], η Ματίνα Στεβή, δημοσιογράφος η οποία εργάζεται για την ημερήσια εφημερίδα The New York Times, ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσβαση σε όλα τα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Προέδρου Ursula von der Leyen και του Αλβέρτου Μπουρλά, διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 11ης Μαΐου 2022. Η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι δεν είχε στην κατοχή της τα έγγραφα που ζητήθηκαν με αυτήν. Η Μ. Στεβή και η εφημερίδα The New York Times ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σκοπός του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 για την πρόσβαση στα έγγραφα είναι να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων. Επομένως, κατά γενικό κανόνα, θα πρέπει να παρέχεται στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Ωστόσο, όταν ένα θεσμικό όργανο δηλώνει, απαντώντας σε αίτηση πρόσβασης, ότι ένα έγγραφο δεν υπάρχει, τεκμαίρεται η μη ύπαρξη του εγγράφου, σύμφωνα με το τεκμήριο αλήθειας που ισχύει για τη δήλωση αυτή. Πάντως, το εν λόγω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί βάσει κρίσιμων και συγκλινόντων στοιχείων που προσκομίζει ο αιτών.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι απαντήσεις της Επιτροπής ως προς τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας στηρίζονται είτε σε εικασίες είτε σε μεταβαλλόμενες ή ανακριβείς πληροφορίες. Αντιθέτως, η Μ. Στεβή και η εφημερίδα The New York Times προσκόμισαν κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία τα οποία περιγράφουν την ύπαρξη επαφών, ιδίως υπό τη μορφή γραπτών μηνυμάτων, μεταξύ της Προέδρου της Επιτροπής και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής αγοράς εμβολίων από την εταιρία αυτή κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Επομένως, κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο περί μη ύπαρξης και μη κατοχής των ζητηθέντων εγγράφων.
Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στον ισχυρισμό ότι δεν έχει στην κατοχή της τα ζητηθέντα έγγραφα, αλλά πρέπει να παράσχει πειστικές εξηγήσεις βάσει των οποίων το κοινό και το Γενικό Δικαστήριο να έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν γιατί δεν είναι δυνατή η ανεύρεση των εγγράφων αυτών. Η Επιτροπή δεν εξήγησε λεπτομερώς τί είδους αναζητήσεις πραγματοποίησε για να εντοπίσει τα εν λόγω έγγραφα ούτε σε ποιους χώρους διεξήγαγε τις αναζητήσεις αυτές. Ως εκ τούτου, δεν παρέσχε πειστική εξήγηση για να δικαιολογήσει τη μη κατοχή των ζητηθέντων εγγράφων. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε επαρκώς αν τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα είχαν διαγραφεί και, εφόσον είχαν διαγραφεί, αν η διαγραφή είχε γίνει οικειοθελώς ή αυτομάτως, ή αν το κινητό τηλέφωνο της Προέδρου είχε εν τω μεταξύ αντικατασταθεί.
Τέλος, η Επιτροπή δεν εξήγησε με πειστικό τρόπο ούτε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο της αγοράς εμβολίων κατά της νόσου COVID-19 δεν περιείχαν σημαντικές πληροφορίες ή πληροφορίες που έχρηζαν παρακολούθησης ώστε να πρέπει να διασφαλιστεί η διατήρησή τους.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή κριθεί βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς της μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA