logo-print

Ανθρωποκτονία από αμέλεια, τελεσθείσα δια παραλείψεως κατά παραυτουργία από υποχρέους

Η με αριθ. 86/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας (αδημοσίευτη)

30/12/2019

06/01/2020

Αριθμός 86/2019

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Σύνθεση: Χαράλαμπος Παπακώστας, Πρόεδρος Εφετών, Φωτεινή Μηλιώνη, Εφέτης, Χρήστος Τσάκας, Εφέτης. 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20.03.2019 (κατόπιν διακοπής από τη συνεδρίαση της 19.03.2019), με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Εφετών Γεώργιου Σαπαντζή και της Γραμματέως Μάρθας Κιουρτσίδου, κατόπιν της υπ’ αριθ. 234/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 198/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας, η οποία εκδόθηκε μετά από τις εφέσεις των 1) Σ. Τ. του Γ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Τζιούφα, και 2) Π. Κ. του Η., κατοίκου …, που παραστάθηκε χωρίς συνήγορο, κατά της υπ' αριθ. 1021/2016 αποφάσεως του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον  Β. Δ., κάτοικο ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων του Νικολάου Διαλυνά και Αναστασίας Οικονόμου Κατσανίδου.

Πράξη: Ανθρωποκτονία από αμέλεια, τελεσθείσα δια παραλείψεως κατά παραυτουργία από υποχρέους.

[…]

[Παραλείπονται έκθεση πρακτικών κ.λπ.]

ΑΦΟΥ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ 1 του Π.Κ., "όποιος επιφέρει από αμέλεια τον θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του Π.Κ., "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανατώσεως άλλου, υποκειμενικά δε, α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλομένης κατ' αντικειμενική κρίση προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και με βάση τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Η τυχόν συντρέχουσα συνυπαιτιότητα του παθόντος ή και τρίτου, δεν αναιρεί την ύπαρξη αμέλειας του δράστη και την ποινική ευθύνη του, εκτός εάν η υπαιτιότητα του παθόντος ή του τρίτου συντέλεσε αποκλειστικά στο αποτέλεσμα που επήλθε, οπότε αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος. Εξάλλου, όταν η αμελής πράξη δεν συνίσταται μόνο σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του εγκληματικού αποτελέσματος, για την ανθρωποκτονία από αμέλεια που διαπράττεται με αυτόν τον τρόπο και συνιστά έγκλημα που τελείται με παράλειψη, απαιτείται (επιπλέον των όρων του άρθρου 28 Π.Κ.) και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ., το οποίο ορίζει ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου να προβεί σε ενέργεια αποτρεπτική του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Δεν αρκεί δηλαδή η ύπαρξη απλής ηθικής υποχρέωσης ούτε γενικής νομικής υποχρέωσης για συνδρομή, ώστε να προληφθεί το επιβλαβές αποτέλεσμα, αλλά απαιτείται ιδιαίτερη (ειδική) νομική υποχρέωση, η οποία επιφορτίζει τον υπαίτιο της παράλειψης να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος με τη δημιουργία και διασφάλιση πραγματικής κατάστασης, που εξυπηρετεί και διαφυλάσσει τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται με την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του υπόχρεου, με την οποία αυτός αυτοβούλως αναδέχεται την αποτροπή που δημιούργησε τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Τέτοια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση έχουν και οι ιατροί έναντι των ασθενών, η δε ιδιαίτερη αυτή νομική τους υποχρέωση να αποτρέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του ασθενούς απορρέει από το νόμο (άρθρ. 13 και 24 του Α.Ν. 1565/1939 "περί Κώδικα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος" και από τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας (Ν. 3418/2005) και από την εγγυητική θέση του ιατρού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Περαιτέρω, στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης και του εγκληματικού αποτελέσματος που επήλθε, όταν, με μεγάλη πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα και όχι με βεβαιότητα, όπως συμβαίνει στα άλλα εγκλήματα από αμέλεια και στα εγκλήματα δόλου, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (θανάτωση προσώπου, σωματική βλάβη κ.λπ.), εάν ο υπόχρεος πραγματοποιούσε την ενέργεια, στην οποία είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί και την οποία παρέλειψε. Για τη θεμελίωση δε αιτιώδους συνδέσμου, αρκεί η σχετική παράλειψη να ήταν ένας μόνον από τους περισσότερους όρους παραγωγής του εγκληματικού αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επερχόταν. Ακόμη, όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφόσον πάντως το αποτέλεσμα που επήλθε τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη, τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και, συνεπώς, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους ενεργούς παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως. Ειδικότερα, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, θεμελιώνεται ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια, όταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από μέρους του των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, εφόσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος του και ανάγεται σε νομική υποχρέωσή του με επιτακτικούς κανόνες, καθώς και από την εγγυητική του θέση απέναντι στην ασφάλεια της ζωής και της υγείας του ασθενούς, η οποία δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης (ΑΠ 234/2019, ΑΠ 122/2019, ΑΠ 367/2018, ΑΠ 634/2017, ΑΠ 1057/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, την ανάγνωση της εκκαλούμενης και των πρακτικών αυτής, των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής και αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, την απολογία των κατηγορουμένων και γενικά από την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα.

Η Μ.Χ. κάτοικος, όσο ζούσε, …, γεννήθηκε το έτος 1978. Τον Απρίλιο του έτους 2011 ήταν 32 ετών και από το γάμο της με τον άνω Β. Δ. είχε μέχρι τότε αποκτήσει δύο τέκνα, τη Δ. και τη Σ., που γεννήθηκαν τα έτη 2005 και 2007. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της και για τα δύο ως άνω τέκνα της παρακολουθείτο από τον Α. Κ., μαιευτήρα-γυναικολόγο, της Μαιευτικής Κλινικής του Γ.Ν. Πτολεμαΐδας «ΜΠΟΔΟΣΑΚΕΙΟ». Και οι δύο αυτές γεννήσεις έγιναν με καισαρική τομή, στο άνω νοσοκομείο από τον προαναφερόμενο ιατρό. Στις 22 Απριλίου 2011 η Μ. Χ. ήταν και πάλι έγκυος, διανύουσα την 32η εβδομάδα της κύησής της (τρίτης). Και ενώ οι δύο πρώτες εγκυμοσύνες ήταν σχετικά καλές, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, στην άνω τρίτη εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια του προγεννητικού ελέγχου διαπιστώθηκε επιπωματικός πλακούντας Συγκεκριμένα κατά την 21η εβδομάδα κύησης (στις 27-1-2011) ο πλακούντας ήταν επιπωματικός (βλ. το υπεροχογράφημα 2ου επιπέδου, από 27/1/2011, στο Κέντρο «ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ», στην Κοζάνη), ενώ στις 14-4-2011, κατά τον έλεγχο (με υπερηχογράφημα) στο άνω Κέντρο διαπιστώνεται και πάλι ότι ο πλακούντας είναι επιπωματικός, μη φυσιολογικός, που εκτείνεται προς το πρόσθιο τοίχωμα κοντά στην τομή της προηγούμενης καισαρικής. Εξαιτίας του επιπωματικού πλακούντα η εγκυμονούσα ήταν, όπως επιβαλλόταν, υπό συνεχή παρακολούθηση από τον άνω γυναικολόγο Α. Κ. Και τούτο γιατί ο επιπωματικός πλακούντας, που αποτελεί μία παραλλαγή του προδρομικού πλακούντα και μάλιστα την πιο βαριά γιατί αναπτύσσεται στο χαμηλότερο σημείο της μήτρας και καλύπτει μέρος του τραχήλου, φράζοντας αυτόν και έτσι καθιστά ανέφικτο το φυσιολογικό τοκετό, μπορεί να προκαλέσει αιμορραγία κατά την εγκυμοσύνη (βλ. ενδεικτικά: Στ. Μανταλενάκης Σύνοψη Μαιευτικής και Γυναικολογίας, Γ' έκδοση, σελ. 266 επ). Μάλιστα η άνω εγκυμονούσα ήδη, μέχρι τις 22/4/2011, αισθανόμενη πόνους στην κοιλιά,  μετά από σύσταση του γυναικολόγου της νοσηλεύτηκε, για μία-δύο ημέρες στο νοσοκομείο της Πτολεμαΐδας. Ο παραπάνω γυναικολόγος, μετά και την τελευταία εξέταση της εγκυμοσύνης (στις 14-4-2011), όντας καθησυχαστικός, πληροφόρησε τελευταία και το σύζυγό της ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερο πρόβλημα, ότι θα πρέπει μόνο να επιδεικνύεται προσοχή, ότι με την αίσθηση πόνου να μεταβούν στο νοσοκομείο και ότι σε περίπτωση τοκετού, αν δεν εφημέρευε παιδίατρος τότε θα φρόντιζαν να καλέσουν εξωτερικό παιδίατρο (βλ. την κατάθεση του Β. Δ. ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Στις 22-4-2011, βράδυ Μεγάλης Παρασκευής και περί ώρα 22:00, ήταν στην εκκλησία του χωριού της μαζί με το σύζυγό της Β. Δ. Εκεί, κάποια στιγμή, αισθάνθηκε αιφνίδιο οξύ πόνο στο υπογάστριο. Ανήσυχος ο σύζυγός της, μετά και τις άνω οδηγίες του γυναικολόγου της, τη μετέφερε με το αυτοκίνητό του, μέσα σε 20-25 λεπτά, περίπου στις 22:15-22:20, στο Γ Νοσοκομείο Πτολεμαΐδας. Άμεσα εισήχθη στο νοσοκομείο και μεταφέρθηκε στη Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική. Την ώρα εκεί δεν ήταν ο άνω γυναικολόγος της Α. Κ., ούτε υπήρξε οποιαδήποτε επικοινωνία ή ειδοποίηση αυτού, αλλά ήταν εκεί ο Γ. Σ., ειδικευόμενος ιατρός της κλινικής. Αυτός γνώριζε για την κατάσταση της εγκυμονούσας από προηγούμενες επισκέψεις της, ενώ έλαβε και γνώση του ιστορικού της από τον ιατρικό φάκελο. Ο άνω ειδικευόμενος ειδοποίησε άμεσα τον πρώτο κατ/νο, γυναικολόγο-χειρουργό-μαιευτήρα, διευθυντή της παραπάνω κλινικής, ο οποίος τότε εφημέρευε και ήταν στην κλινική. Συγχρόνως ενημερώθηκε και από τον άνω ειδικευόμενο για το παραπάνω (όλο) ιστορικό της εγκυμονούσας (για τις δύο προηγούμενες καισαρικές και τον επιπωματικό πλακούντα). Άμεσα προχώρησε στην εξέτασή της. Κατά τη διάρκεια της εξέτασής της ο πόνος της ήταν διαρκώς έντονος, ενώ σύμφωνα με την κατάθεση του συζύγου της (βλ. πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου) στο πρόσωπό της παρουσίαζε  ωχρότητα και είχε εφίδρωση. Είχε όμως καλή επικοινωνία με το περιβάλλον και απαντούσε στις ερωτήσεις των ιατρών. Ο πρώτος κατ/νος της τοποθέτησε ορό, αξιολόγησε τα ζωτικά σημεία της εγκύου (επίπεδο συνείδησης, αρτηριακή πίεση, σφύξεις) και έλεγξε τους παλμούς του εμβρύου. Ειδικότερα η αρτηριακή της πίεση ήταν 110/70 και οι σφύξεις 70/ανά λεπτό, δηλαδή φυσιολογικές, ενώ έλεγξε και τους παλμούς του εμβρύου, με τη χρήση φορητού μηχανήματος και η διαπίστωσή του ήταν αυτό (το έμβρυο) είχε φυσιολογική καρδιακή συχνότητα. Ελέγχοντας με το χέρι του τη μήτρα της εγκύου αντιλήφθηκε ότι η μήτρα παρουσίαζε συσπάσεις, ενώ δεν διαπίστωσε (και δεν υπήρχε) κολπική αιμόρροια. Αρκέστηκε στις ως άνω εξετάσεις και δεν συνέδεσε την έγκυο με καρδιογράφο, για την παρακολούθηση των παλμών του εμβρύου (κυρίως) και της εγκύου, δεν προέβη σε υπερηχογραφικό (όχι μόνο με το φορητό μηχάνημα) έλεγχο του εμβρύου και της κοιλιακής κοιλότητας της εγκύου και δεν προχώρησε σε προεγχειρητικό αιματολογικό έλεγχο αυτής. Τον κατά τον άνω τρόπο έλεγχο (με καρδιοτογράφο. με υπέρηχο και με εργαστηριακό έλεγχο) και ο ίδιος αναφέρει ότι δεν πραγματοποίησε. Και τούτο γιατί, όπως και ο ίδιος αναφέρει, μετά την ολοκλήρωση του προαναφερόμενου ελέγχου της εγκύου (με λήψη της αρτηριακής πίεσής της, του ελέγχου των παλμών του εμβρύου με φορητό μηχάνημα και της μήτρας της εγκύου), σε συνδυασμό με τις διαπιστώσεις του, όπως αναφέρθηκαν (με καλή κλινική γενική κατάσταση και καλά τα ζωτικά σημεία της), αξιολογώντας αυτά έκρινε ότι επέρχεται τοκετός (πρόωρος) γι’ αυτό και οι πόνοι και οι συσπάσεις της μήτρας και ότι προς τούτο η καλύτερη, ασφαλέστερη για την έγκυο και το έμβρυο και ταχύτερη λύση για τον τοκετό ήταν η μεταφορά της εγκύου στο νοσοκομείο Κοζάνης γιατί στο νοσοκομείο της Πτολεμαΐδας δεν εφημέρευε παιδίατρος και υπήρχε απαγόρευση να καλείται ιδιώτης παιδίατρος. Αξιολογώντας ότι επίκειται πρόωρος τοκετός για να αναστείλει τον τοκετό μέχρις ότου μεταφερθεί η έγκυος στο νοσοκομείο Κοζάνης, δηλαδή για χρονικό διάστημα 20-30 λεπτών, χορήγησε σ’ αυτή και τοκολυτικό φάρμακο, το Yotopar. Στο σχετικό φύλλο λογοδοσίας του (βλ. το αναγνωσθέν, ως άνω, από 22-11-2011 φύλλο λογοδοσίας) δεν προσδιορίζεται η ποσότητα του φαρμάκου που χορήγησε, πλην όμως ο ίδιος κατά την απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αναφέρει ότι χορήγησε ποσότητα 30 μικροσταγόνων (και αυτή γίνεται δεκτό ότι χορήγησε), που αποτελεί την ελάχιστη δυνατή (για αναστολή του τοκετού για διάστημα 20-30 λεπτών), με επιτρεπόμενη μέγιστη, σε κάθε περίπτωση 80 μικροσταγόνων. Ωστόσο και ο ίδιος με την ολοκλήρωση του ελέγχου, έχοντας και την άνω ενημέρωσή του για το ιστορικό της εγκύου, διέγνωσε, ως πιθανότητα, και τη ρήξη της μήτρας της εγκύου, γι’ αυτό (σε συνδυασμό και με τις συσπάσεις της μήτρας) και επιδίωξε να επισπεύσει τη μεταφορά της στο νοσοκομείο Κοζάνης, όπου, επειδή εκεί υπήρχε παιδίατρος, θα ήταν ασφαλέστερος ο τοκετός και η αντιμετώπιση της πιθανής ρήξης (βλ. και απολογία του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Έτσι, ολοκληρώνοντας τον άνω έλεγχο, δεν συζήτησε με το σύζυγο της εγκύου για την κλήση ιδιώτη παιδιάτρου ούτε αναζήτησε ο ίδιος παιδίατρο εκτός του νοσοκομείου, έχοντας αποφασίσει τη μεταφορά της στην Κοζάνη. Πράγματι με ασθενοφόρο, που αναχώρησε από το νοσοκομείο της Πτολεμαΐδας στις 23:00 περίπου και στο οποίο επέβαινε και ο άνω ειδικευόμενος ιατρός Σ., η έγκυος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Κοζάνης. Πριν την αναχώρηση του ασθενοφόρου, ο πρώτος κατ/νος επικοινώνησε τηλεφωνικά με το Γ. Π. ειδικευόμενο ιατρό της μαιευτικής κλινικής του άνω νοσοκομείου Κοζάνης για τη μεταφορά εκεί της επιτόκου, λέγοντάς του ότι πρόκειται για σοβαρό περιστατικό επιτόκου με επιπωματικό πλακούντα, πρόωρες συσπάσεις και πιθανή ρήξη μήτρας ενώ ζήτησε απ’ αυτόν να ενημερώσει άμεσα τον εφημερεύοντα ειδικό ιατρό, επιμελητή τις κλινικής (βλ. την κατάθεση του άνω ιατρού-γυναικολόγου ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Επιμελητής της κλινικής και εφήμερε τότε γυναικολόγος ήταν ο δεύτερος κατ/νος (ο Π. Κ.), επιμελητής (τότε) και ήδη από το έτος 2013 διευθυντής της Μαιευτικής Κλινικής. Ο δεύτερος κατ/νος ενημερώθηκε άμεσα, για όλα τα ως άνω, από το Γ. Π. δίνοντάς του εντολή να ετοιμαστεί το χειρουργείο και προς τούτο να ειδοποιήσει και τους εφημερεύοντες παιδίατρο αναισθησιολόγο και νοσηλεύτρια. Αναμένοντας όλοι το ασθενοφόρο, η έγκυος λίγο πριν τις 23:30 ήταν στο χώρο της κλινικής. Κατά την εκεί άφιξή της ο πόνος της συνέχισε να είναι έντονος και διαρκής και η όψη της ήταν χλωμή, με εφίδρωση, δείχνοντας την εικόνα "τραγικού προσωπείου” (κατά το δεύτερο κατ/νο). Η παιδίατρος, Α.Λ. στην κατάθεσή της αναφέρει ότι η έγκυος είχε «όψη πάσχοντος, ωχρότητα, συσπάσεις προσώπου, βογκούσε. Πονούσε...», ενώ η αναισθησιολόγος Α. Γ. καταθέτει ότι «Ήταν ωχρή, είχε ταχύπνοια και ταχυκαρδία αφού την σύνδεσα με το μόνιτορ ...», διατηρώντας όμως την επικοινωνία μαζί της (βλ. τις καταθέσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Η κατάσταση της ήταν πράγματι όπως, ως άνω, περιγράφεται, έστω και αν αμφισβητείται από τον πρώτο κατ/νο, για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του ότι ήταν καλή (η εν γένει κλινική εικόνα της) κατά την εξέτασή της απ’ αυτόν στο νοσοκομείο Πτολεμαΐδας (υποστηρίζοντας ότι παρέμεινε το ίδιο καλή, γιατί δεν δικαιολογείται η διαφοροποίησή της σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα), καθόσον ενισχύεται και από την κατάθεση του συζύγου της Β. Δ (βλ. την κατάθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου). Με την εισαγωγή της εγκύου στην κλινική, ο δεύτερος κατ/νος, έχοντας μάλιστα και την άνω κλινική εικόνα αυτής χωρίς καμία καθυστέρηση ζητεί τη διενέργεια υπερηχογραφικού ελέγχου και προεγχειριτικού εν γένει έλεγχου αυτής (αιματολογικού, καρδιολογικού κ.λ.π.). γίνεται αμέσως υπερηχογραφικός έλεγχος του εμβρύου και επιβεβαιώνεται ότι ο πλακούντας είναι επιπωματικός και στο έμβρυο δεν εμφανίζεται κάποιο πρόβλημα. Η διάρκεια του ελέγχου αυτού ανέρχεται σε 5-6 λεπτά περίπου (βλ. την κατάθεση του άνω ειδικευόμενου Γ. Π.), ενώ σε αντίγραφο του υπερηχογραφήματος, εμφανίζεται ως ώρα διενέργειάς του η 22η 29:30' (δηλαδή 23.29.30, μετά την αλλαγή της ώρας). Ακολουθεί αιματολογικό έλεγχος στο μικροβιολογικό εργαστήριο του νοσοκομείου, που φέρει ώρα 23:49'. Κατά το έλεγχο αυτόν η έγκυος είχε αιμοσφαιρίνη 12.5, αιματοκρίτη 37.1, αιμοπετάλια 215, ερυθρά 3.92 κρεατινίνη 0,48 κ.λ.π. (βλ το με κωδικό 0111/1111121/22-4-2011 έντυπο της γενικής εξέτασης αίματος, όπου εμφανίζονται οι εν γένει ενδείξεις των αποτελεσμάτων, αλλά και η άνω ώρα διενέργειας του ελέγχου στο εργαστήριο). Ο αιματολογικός αυτός έλεγχος (γενική αίματος, πηκτικός μηχανισμός) αλλά και ο βιοχημικός, ήταν φυσιολογικός, όπως τούτο, επιβεβαιώνεται χαρακτηριστικά και από τις με ημερομηνία 16-6-2015 και 8-4-2014 γνωμοδοτήσεις του Δ. Β., καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ., μαιευτήρα-γυναικολόγου και του Μ. Τ., καθηγητή στο Εργαστήριο της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Α.Π.Θ., «αντίστοιχα (προσκομίζονται από τον πρώτο κατ/νο και αναγνώσθηκαν κατά τα άνω), αλλά και από τις καταθέσεις τόσο των ίδιων, όσο και του Σ. Ν., ειδικού Ιατροδικαστή, ομότιμου καθηγητή Ιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. (βλ. αυτές τις καταθέσεις από τα πρακτικά των Δικαστηρίων που εξετάσθηκαν). Ακολούθως, ο δεύτερος κατ/νος, με την ολοκλήρωση των άνω ελέγχων, έχοντας ορθά διαγνώσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, αναφέρει στο σύζυγο της εγκύου ότι πρέπει να γίνει άμεσα ο τοκετός, με καισαρική, " για να σωθεί η γυναίκα σας ". Περίπου στις 24:00 αρχίζει η χειρουργική επέμβαση. Η επέμβαση αυτή (καισαρική τομή) έγινε με την παρουσία και συμμετοχή των παραπάνω ιατρών, δηλαδή του ειδικευόμενου Γ. Π., της αναισθησιολόγου Α. Γ., και της παιδιάτρου Α. Λ. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, αμέσως με τη διάνοιξη των κοιλιακών τοιχωμάτων της επιτόκου από την κοιλιακή της χώρα, ο δεύτερος κατ/νος διαπιστώνει παρουσία αίματος, μεγάλης (και κατά τον ίδιο) ποσότητας, πολλαπλές συμφήσεις και ρήξη του τοιχώματος της μήτρας στο ύψος της παλαιάς ουλής που αιμορραγούσε επειδή από κάτω ήταν ο πλακούντας (βλ. και το πρακτικό χειρουργείου). Η ρήξη του τοιχώματος ήταν, όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια μήκους 7 εκατ. (βλ. την από 12-5-2011 ιστοπαθολογική εξέταση της Ε. Τ., παθολογοανατόμου, που αναγνώσθηκε κατά τα άνω). Μάλιστα η διάνοιξη της μήτρας, λόγω των λεπτών τοιχωμάτων της, έγινε με τα χέρια, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και χωρίς τη χρήση ειδικού εργαλείου (νυστέρι). Μετά τη διάνοιξη της μήτρας και του πλακούντα, περί ώρα 00:15, μέσα από «λίμνη αίματος», όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο άνω αναισθησιολόγος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξήλθε νεογνό, αρτιμελές, θήλυ βάρους 2.000 γραμμαρίων. Το νεογνό, το οποίο ήταν απόλυτα υγιές ροδαλό, με καλό μυϊκό τόνο και κινητικότητα, το παραλαμβάνει η παιδίατρος, η οποία, ενημερώνοντας αμέσως (περίπου στις 00:15- 00:30) τον πατέρα αυτού (τον Β. Δ.) ότι είναι καλά, το μετέφερε μέσα σε θερμοκοιτίδα μεταφοράς, σε δωμάτιο της Μαιευτικής κλινικής. Συνεχίζοντας ο δεύτερος κατ/νος προέβη στην αφαίρεση του  πλακούντα, ο οποίος, αιμορραγώντας, έβγαινε κατά τμήματα και όχι ολόκληρος, και στον καθαρισμό της μήτρας. Ήδη, όμως, η άνω Μ.Χ., λόγω της απώλειας μεγάλης ποσότητας αίματος, άρχισε να εμφανίζει σημάδια μη ελεγχόμενης αιμοδυναμικής αστάθειας, παρά τις προσπάθειες αιμοδυναμικής υποστήριξής της από την άνω αναισθησιολόγο. Ο δεύτερος κατ/νος αξιολογώντας ότι πρέπει να περιοριστεί μόνο στην καισαρική τομή, παρότι υπήρξε μεγάλη απώλεια αίματος, δεν είχε αποκλειστεί η συνέχιση της αιμορραγίας, η Μ. Χ. εμφάνιζε αιμοδυναμική αστάθεια και η αρτηριακή πίεσή της έπεφτε συνεχώς (από την έναρξη της καισαρικής τομής) προχωρά περίπου 01:00 – 01:30 στη συρραφή της μήτρας σε δύο στρώματα, λύση των συμφύσεων και ακολούθως, μόλις έκρινε ότι είχε ελεγχθεί η αιμορραγία, στη συρραφή των κοιλιακών τοιχωμάτων κατά στρώματα. Και μετά τη συρραφή παραμένει στο χειρουργείο, παρακολουθώντας την εξέλιξη της υγείας της. Όμως η τελευταία συνεχίζει να παρουσιάζει σημάδια μία ελεγχόμενης, μάλιστα αυξημένης, αστάθειας παρά την αιμοδυναμική υποστήριξή της με χορήγηση και άλλου αίματος, και η αρτηριακή πίεση συνεχώς μειώνεται, κινούμενη σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως καταγράφεται στο διάγραμμα αναισθησίας (που αναγνώσθηκε), η αρτηριακή πίεσή της από την έναρξη της επέμβασης (ώρα 00:00') μέχρι τις 03:00, και 03:30'ήταν συνεχώς φθίνουσα (από 100-110/65-70, περίπου στις 00:00, σε 80/45-50 στις 00:30, σε 70/40 στη 1:00, σε 60/40, περίπου στις 02:00 σε 60/35 στις 02:30 και σε σχεδόν 50/25-30 στις 03:00). Οι σφυγμοί της το ίδιος διάστημα ήταν συνεχώς 130 περίπου ανά λεπτό. Δεν αξιολογεί τη συνεχιζόμενη αιμοδυναμική αστάθειά της και τους κινδύνους απ’ αυτή και δεν συνδέει την αστάθειά της αυτή με πιθανή συνέχιση της αιμορραγίας. Δεν εκτιμά σωστά την κατάσταση της υγείας της και η αναισθησιολόγος αρχίζει την ετοιμασία ανάνηψης αυτής. Πολύ αργά, περίπου κατά τις 02:30, αντιλαμβάνεται μικρή αιμορραγία από τον κόλπο, όπως επίσης και παρουσία αίματος στα ούρα (στον ουροσυλλέκτη). Παράλληλα άρχισαν να εμφανίζονται εκτεταμένα αιματώματα σε μέγεθος καρυδιού στην περιοχή των αντιβραχίων, άμφω στις περιοχές των φλεβοκεντήσεων, ένδειξη πλέον διάχυτης ενδαγγειακής πήξης (ΔΕΠ), δηλαδή αιμορραγικού συνδρόμου που χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτο σχηματισμό και εναπόθεση θρόμβωνινικής και προκαλεί ακατάσχετη αιμορραγία Προς αντιμετώπιση αυτής της αιμορραγίας προχωρά στη σύλληψη με δύο λαβίδες των μηριαίων αγγείων από τον κόλπο. Παρά τούτα η αιμορραγία συνεχίζεται και η ένδειξη διάχυτης ενδαγγειακής πήξης αυξάνει. Τότε και μόνο, λίγο πριν τις 03 00, κρίνει ως επιβεβλημένη και ενδεδειγμένη ιατρικά την ολική αφαίρεση της μήτρας Ενημερώνει γι’ αυτό το σύζυγο της άνω Μ. Χ., τον Β. Δ., λέγοντας του «.. σας ενημερώνω, δεν σας ρωτάω ότι πρέπει να κάνω αφαίρεση της μήτρας, γιατί δεν μπορώ να σταματήσω το αίμα...» (βλ. την κατάθεσή του στα πρακτικά της αναιρεθείσας 198/2018 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου). Περί ώρα 03:00, με τη βοήθεια και του ουρολόγου Α. προχωρά στην μαιευτική υστερεκτομή (στην ολική αφαίρεση μήτρας). Η συρραφή ενός τραύματος στην ουροδόχο κύστη μήκους 2-3 εκατ. γίνεται από τον άνω ουρολόγο. Τοποθετείται και ένας πλαστικός σωλήνας παροχέτευσης στο ύψος του δεξιού λαγόνιου βόθρου και ακολούθησε η εκ νέου σύγκλειση των κοιλιακών /τοιχωμάτων κατά στρώματα. Όμως και πάλι η αιμορραγία της άνω Μ. Χ. από την ουροδόχο κύστη, συνεχίζεται. Η διαταραχή της πηκτικότητας του αίματός της ήταν πλέον εμφανής. Η αναισθησιολόγος συνεχίζει, ενόψει της εντεινόμενης αιμοδυναμικής αστάθειας, τη χορήγηση αίματος, πλάσματος και κοιλοειδών διαλυμάτων στην επίτοκο. Ο δεύτερος κατ/νος και όλοι οι άνω γιατροί παραμένουν στη χειρουργική αίθουσα και για μια ώρα παρακολουθούν την εξέλιξη της υγείας της. Δεν αντιλαμβάνεται πλέον αιμορραγία και περί ώρα 06:00 (πρωινή) αποφασίζει της μεταφορά της Μ. Χ. στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας, δίνοντας εντολή για εργαστηριακό έλεγχο με τη προηγούμενη χορήγηση άλλων δύο φιαλών αίματος. Όμως η Μ.Χ. περίπου στις 06:45 υπέστη, λόγω του αιμορραγικού shock, ανακοπή καρδιάς και σε λίγα λεπτά, στις 07:00, επήλθε ο θάνατός της Στο σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου της, από τον ίδιο το δεύτερο κατ/νο, καταγράφεται ως αιτία θανάτου της «επιπωματικός πλακούντας, ρήξη μήτρας, αιμορραγία μετά από καισαρική υστερεκτομή, ανακοπή εις ΜΑΦ θάνατος» (βλ. το αριθμ. 0609/23-4-2011 πιστοποιητικό, που αναγνώσθηκε κατά τα άνω). Με τα ως άνω, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε ότι η ανακοπή καρδιάς της Μ. Χ. και ο εξ αυτής θάνατός της οφείλεται στο αιμορραγικό shock που αυτή υπέστη από την κατά τα άνω, ρήξη της μήτρας της. Η ρήξη αυτή παρουσιάστηκε με τον πρώτο οξύ πόνο που η άνω επίτοκος αισθάνθηκε στην εκκλησία του χωριού της, περίπου ώρα 22:00-22:15 της 22ας/4-2011. Η ρήξη της μήτρας, μάλιστα επάνω στην ουλή προηγούμενης καισαρικής τομής, έστω και αν δεν προκαλείται εξ αυτής, με μόνη την εκδήλωσή της, πάντοτε αιμορραγία (πρέπει να επεκταθεί και πέραν της ουλής, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πρώτος κατ/νος), στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη και όσα εκτέθηκαν, σε σχέση με τις δύο προηγούμενες καισαρικές τομές και τον επιπωματικό πλακούντα, αλλά και την άνω κλινική εικόνα της επιτόκου σήμαινε και την αρχή της εσωτερικής αιμορραγίας. Η ρήξη, κατά τα άνω, ήταν μερική και η αιμορραγία μικρής εκτάσεως, γι’ αυτό και μέχρι ώρα 23:45 οπότε και οι τελευταίες, στο νοσοκομείο Κοζάνης, αιματολογικές εξετάσεις της και ο εν γένει έλεγχός της, η αιμοδυναμική κατάστασή της δεν είχε επηρεαστεί (αρνητικά) ιδιαίτερα και έδειχνε φυσιολογική. Σε κάθε περίπτωση ήταν πιθανός, εγγίζουσα τη βεβαιότητα ο άμεσος κίνδυνος της αιμορραγίας. Η ρήξη δε αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια, στο νοσοκομείο Κοζάνης περί ώρα 00:15 (της 23ης /4/2011). κατά τη διενέργεια της καισαρικής τομής (βλ. και την άνω ιστοπαθολογική εξέταση της μήτρας). Η ρήξη δεν αμφισβητείται και από τους κατ/νους. Μόνο ο χρόνος εκδήλωσής της αμφισβητείται απ’ αυτούς, καθόσον κατά μεν τον πρώτο έγινε μετά την άφιξη της επιτόκου στο νοσοκομείο Κοζάνης (γι’ αυτό και κατά τον ίδιο η κλινική εξέτασή της ενώπιον του ήταν καλή κι είχε συσπάσεις μόνο τοκετού, χωρίς συμπτώματα ρήξης, αμφισβητώντας και τη μεγάλη, κατά την ώρα της καισαρικής, ποσότητα αίματος) κατά δε το δεύτερο-έγινε (η ρήξη) με τους πρώτους πόνους της επιτόκου στην Πτολεμαΐδα, από τις 22:30 (γι’ αυτό και κατά τον ίδιο η ενώπιον του, κατά την εξέταση άσχημη κλινική εικόνα της και η μεγάλη ποσότητα αίματος, κατά τη διάρκεια της καισαρική , περί ώρα 00.00-00:15 της 23ης /4/2011). Αλλά, όχι μόνο η ρήξη της μήτρας και η αιμορραγία εξαιτίας της επιβεβαιώνεται από την ποσότητα του αίματος (μεγάλη οπωσδήποτε, ή «λίμνη αίματος», κατά τη χαρακτηριστική κατάθεση της άνω μάρτυρος αναισθησιολόγου), που βρέθηκε κατά την καισαρική τομή, περί ώρα 00:15'της 23ης/4/2011. Λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη την ποσότητα αυτή (μεγάλη) του αίματος στις 00:00-00:15, σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα και την εν γένει κατάσταση της επιτόκου, τόσο κατά την άφιξή της στο νοσοκομείο της Κοζάνης (όπου ο δεύτερος ο κατ/νος), όπως γι’ αυτή, κατά τα παραπάνω, περιγράφεται από το δεύτερο κατ/νο και τους ιατρούς της κλινικής (μάρτυρες), αναισθησιολόγο, παιδίατρο και ειδικευόμενο, όσο και κατά την άφιξή της, στο νοσοκομείο της Πτολεμαΐδας, όπου, κατά τα άνω, η επίτοκος, πέραν από τον οξύ συνεχή πόνο στο χώρο του υπογαστρίου, είχε και ωχρότητα και εφίδρωση, άρχισε με τη ρήξη της μήτρας, περί ώρα 22:00-22:15'της 22/4/2011. Και μπορεί ο πρώτος κατ/νος να αμφισβητεί (αρνούμενος) την άνω κλινική εικόνα της επιτόκου, αναφέροντας μόνο για πόνο της επιτόκου (και όχι συνεχή), πλην όμως ο σύζυγός της (μάρτυρας), με άμεση γνώση, στις καταθέσεις του (βλ. ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) αναφέρει για έντονο, συνεχόμενο, πόνο, ωχρότητα και εφίδρωσή της). Ο μάρτυρας Σ. Ντ., ειδικός Ιατροδικαστής, με αιτιολογία, στηριζόμενη σε επιστημονικά δεδομένα και στην εμπειρία του, καταθέτει πειστικά ότι ο έντονος και συνεχόμενος πόνος στο υπογάστριο σήμαινε, σύμφωνα και με το ιστορικό της επιτόκου, ρήξη της μήτρας ότι η ρήξη ήταν μερική, που προκαλεί αρχικά αιμορραγία μικρού βαθμού και ελεγχόμενη και ότι η αιμορραγία ξεκίνησε, από τον πρώτο οξύ πόνο (βλ. την κατάθεσή του στα πρακτικά της υπ αριθμ. 198/2018 αναιρεθείσας απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου).

Δεν αναιρείται η κρίση αυτή περί της εμφάνισης της ρήξης και αιμορραγίας από τις 22:00-22:15 της 22/4/2011 από το γεγονός ότι αιματολογικός έλεγχος της επιτόκου στις 23:45-23:50 (κατά την εξέτασή της στο νοσοκομείο Κοζάνης) ήταν φυσιολογικός (με τις τιμές που αναφέρθηκαν και σημειώνονται στο έντυπο εξέτασης), γιατί, κατά την άνω κατάθεση του ιατροδικαστή Σ. Ντ., μερικές φορές (ανάλογα με την έκταση της αιμορραγίας και το χρόνο έναρξής της) οι ενδείξεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (βλ. ιδίως την κατάθεση του στα πρακτικά της 198/2018 αποφάσεώς του, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου). Τούτο δε ενισχύεται από το γεγονός ότι, παρότι ο αιματολογικός (και όχι μόνο) έλεγχος στις 23:45-23:50 φαίνεται φυσιολογικός (με αιματοκρίτη 37,1 αιμοπετάλια 215, αιμοσφαιρίνη 12,5, κρεατινίνη 0.48 κ.λ.π.), συγχρόνως η κλινική εικόνα της επιτόκου είναι πολύ κακή (με οξύ πόνο, ωχρότητα, εφίδρωση, σπασμούς προσώπου) και λίγα λεπτά μετά, περί ώρα 00:00- 00:15, παρατηρείται στον κοιλιακό χώρο μεγάλη ποσότητα αίματος. Η αιμορραγία, γίνεται δεκτό, δεν εκδηλώθηκε την ώρα της επέμβασης, αλλά σίγουρα, σύμφωνα και με την άνω κλινική εικόνα της επιτόκου, υπήρχε και κατά το χρόνο της λήψεως αίματος και του ελέγχου αυτού. Παρά, λοιπόν, την αιμορραγία, οι ενδείξεις του ελέγχου φαίνονται φυσιολογικές, μη ανταποκρινόμενες, συνεπώς, στην πραγματικότητα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά το θάνατο της άνω Μ. Χ. διενεργήθηκε, κατόπιν εντολής, έλεγχος σχετικά με τις συνθήκες του θανάτου αυτής. Ο έλεγχος διενεργήθηκε από τον Α. Μ., γυναικολόγο-χειρ. μαιευτήρα, Επιθεωρητή Υγειονομικού-Φαρμακευτικού τομέα, και την Ε. Λ., Επιθεωρήτρια Κοινωνικού Τομέα. Στην αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ 145/18-11- 2011 έκθεση ελέγχου, όπως αυτή κατά τα άνω παραδεκτώς (και χωρίς αντίρρηση) αναγνώσθηκε (βλ. και ΑΠ 436/2012), καταλήγουν στις διαπιστώσεις ότι ο θάνατος της επιτόκου οφείλεται σε ρήξη μήτρας και στην εξ αυτής αιμορραγία, που εκδηλώθηκε με τον αιφνίδιου και οξύ πόνο της επιτόκου στην εκκλησία του χωριού της, περί ώρα 22:00, ότι η ρήξη μήτρας δεν διαγνώσθηκε έγκαιρα ούτε από τον πρώτο κατ/νο (στην Πτολεμαΐδα) ούτε από το δεύτερο κατ/νο (στην Κοζάνη), ότι ειδικότερα ο μεν πρώτος παρέλειψε από αμέλειά του, γι’ αυτό και η μη διάγνωση της ρήξης, να συνδέσει την επίτοκο με καρδιογράφο, να προβεί σε υπερηχογραφικό έλεγχο του εμβρύου και της κοιλιακής κοιλότητα της Μ. Χ., να προβεί σε προεγχειρητικό αιματολογικό έλεγχο αυτής και να προβεί άμεσα σε καισαρική τομή, ο δε δεύτερος από αμέλειά του δεν προέβη, όπως όφειλε λόγω του μαιευτικού ιστορικού της επιτόκου, αμέσως μετά την καισαρική τομή και στην μαιευτική υστερεκτομή. Μετά και αυτή την έκθεση οι δύο κατ/νοι παραπέμφθηκαν και στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο ιατρών, το οποίο με απόφασή του (βλ. απόσπασμα πρακτικών συνεδρίασης αυτού στις 20-6- 2014, που αναγνώσθηκε) απάλλαξε πειθαρχικά και τους δύο κατ/νους κρίνοντας για μεν τον πρώτο ότι, ελλείψει εφημερίας παιδιάτρου στο Γ.Ν. Πτολεμαΐδας, ενήργησε ορθώς επιστημονικά παραπέμποντας το περιστατικό στο Γ.Ν. Κοζάνης και ότι, ακόμη, δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της καθυστέρησης (αν υπήρξε) διακομιδής της επιτόκου στην Κοζάνη και του θανάτου της, για δε το δεύτερο κατ/νο ότι αυτός ενήργησε «lege artis», δεδομένου ότι σύμφωνα με τους Ιατρικούς κανόνες δεν ενδεικνυόταν η υποβολή της επιτόκου σε ολική υστερεκτομή. Με βάση όλα όσα παραπάνω εκτέθηκαν, κατ’ ορθή αξιολόγηση του όλου αποδεικτικού υλικού, ο θάνατος της άνω Μ.  Χ., που επήλθε κατά τα παραπάνω από καρδιακή ανακοπή εξ αιτίας της ρήξης της μήτρας και της εξ αυτής αιμορραγίας, οφείλεται σε αμέλεια (μη συνειδητή) των δύο κατ/νων, ιατρών (με τις ειδικότητες που είχαν) των Γ.Ν. Πτολεμαΐδας και Κοζάνης, αντίστοιχα, οι οποίοι, ως θεράποντες /άτρομου ανέλαβαν ως υπεύθυνοι τη νοσηλεία της άνω, αν και ήταν υπόχρεοι λόγω του επαγγέλματος τους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, έχοντας βάση τόσο σε κείμενες διατάξεις του νόμου περί ασκήσεως του Ιατρικού επαγγέλματος ιατρικής δεοντολογίας (άρθρ.13 και 24 του ΑΝ 1565/1939 «Περί Κώδικα ασκήσεως  του Ιατρικού επαγγέλματος» και 1,2.9 του ν 3418/2005 «περί κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας», ως εκ της έννομης θέσης τους ως νοσοκομειακών ιατρών σε κρατικά νοσοκομεία που εφημερεύουν, όσο και από την εγγυητική τους θέση απέναντι στην ασφάλεια ζωής της άνω νοσηλευόμενης, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος της ανθρωποκτονίας των ασθενών των νοσοκομείων τους, από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, ως μέσοι συνετοί ιατροί, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσαν με τη συμπεριφορά τους, παραλείποντας, ο καθένας τους διαδοχικά και αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα, συγκεκριμένες ιατρικές πράξεις που είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβούν, σύμφωνα με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της επιστήμης. Συγκεκριμένα: Α) Ο πρώτος κατ/νος δεν διέγνωσε έγκαιρα τη ρήξη μήτρας της επιτόκου και την εξ αυτής αιμορραγία, έστω μικρή κατά την ώρα της εξέτασής της στο νοσοκομείο Πτολεμαΐδας. Μπορούσε, ως μέσος συνετός άνθρωπος και επιμελής ιατρός, σύμφωνα με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της επιστήμης, να κάνει την άνω διάγνωση. Πληροφορήθηκε άμεσα το ιστορικό της επιτόκου, με δύο προηγούμενες καισαρικές τομές και τον επιπωματικό πλακούντα αλλά και αντιλήφθηκε, ή μπορούσε ευχερώς να αντιληφθεί, τα συμπτώματα που η επίτοκος είχε και την εν γένει κλινική εικόνα της. Αυτή και ενώπιον του είχε, όπως αναφέρθηκε όχι μόνο συνεχή οξύ πόνο στο υπογάστριο, αλλά και ήταν ωχρή και είχε εφίδρωση (ο μάρτυρας σύζυγός της, όπως αναφέρθηκε, στην κατάθεση του ενώπιον ίου Δικαστηρίου τούτου αναφέρει επακριβώς «... η γυναίκα μου εκείνη την ώρα ήταν κατακίτρινη και ιδρωμένη μούσκεμα ..»). Ο συνεχής πόνος στο υπογάστριο και η άνω κλινική εικόνα της, λαμβάνοντας υπόψη και το ιστορικό της επιτόκου, αποτελούσαν σαφείς ενδείξεις ρήξης μήτρας και έναρξης της αιμορραγίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο ίδιος ο πρώτος κατ/νος δεν απέκλεισε την πιθανότητα της ρήξης της μήτρας, αναφέροντας μάλιστα στον Γ.  Π., ειδικευόμενο τότε ιατρό του νοσοκομείου Κοζάνης, κατά την τηλεφωνική ενημέρωσή του, για την πιθανότητα ρήξης μήτρας της επιτόκου (βλ. και την απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου). Έτσι, αν και ο ίδιος θεωρούσε ως πιθανή τη ρήξη της μήτρας, περιορίστηκε μόνο στον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και σφύξεων της επιτόκου, των παλμών του εμβρύου με τη χρήση μόνο φορητού μηχανήματος   και της μήτρας της επιτόκου, χρησιμοποιώντας το χέρι του. Δεν προέβη, όπως επέβαλαν οι παραδεδεγμένοι ιατρικοί κανόνες, σε περαιτέρω και πιο ακριβέστερο έλεγχο της επιτόκου, καθόσον το άνω ιστορικό της επιτόκου και τα συμπτώματά της είναι προφανές ότι έπρεπε να προκαλέσουν την αφημένη προσοχή του, να τον προβληματίσουν έγκαιρα και να τον οδηγήσουν σε επί πλέον εξετάσεις και δη: α) σε σύνδεση της επιτόκου με τον καρδιογράφο, β) σε υπερηχογραφικό έλεγχο του εμβρύου και της κοιλιακής κοιλότητας της επιτόκου και γ) σε προεγχειρητικό έλεγχο αυτής. Με αυτές τις ενδεδειγμένες ιατρικές ενέργειες και την παρακολούθηση της επιτόκου για περισσότερο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να αξιολογήσει καλύτερα και ασφαλέστερα την κατάσταση της επιτόκου και να προχωρήσει στην ορθή διάγνωση ότι υπάρχει ρήξη μήτρας και έναρξη αιμορραγίας. Ο έλεγχός του ήταν βιαστικός, δεν αναζήτησε καν τη δυνατότητα να κληθεί παιδίατρος (παρότι ο σύζυγος της επιτόκου του είπε ότι είχε τη δυνατότητα να καλέσει ιδιώτη παιδίατρο) και δεν διερεύνησε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση της επιτόκου στο νοσοκομείο Πτολεμαΐδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μάρτυρας Β. Δ., καταθέτει ότι είδε τον κατ/νο  «τρομοκρατημένο». Είχε δε ο πρώτος κατ/νος το χρόνο να προβεί στον άνω περαιτέρω έλεγχο, γιατί, όπως επιβεβαιώθηκε και από την άνω μετέπειτα εξέλιξη, η ρήξη της μήτρας, κατά την εξέταση της επιτόκου ενώπιον του, ήταν μερική ; και η αιμορραγία μικρή. Οι εξετάσεις αυτές (με καρδιοτοκογράφο, υπέρηχο) δεν συνδέονται μόνο με την ασφάλεια υγείας του εμβρύου, αλλά με αυτές και την επισταμένη παρακολούθηση της κλινικής εικόνας της επίτοκου, θα μπορούσε να έχει ασφαλέστερη και πλέον έγκαιρη διάγνωση της ρήξης και της αιμορραγίας. Εξαιτίας των παραλείψεών του αυτών έκρινε ότι επίκειται  πρόωρος τοκετός (από τις συσπάσεις της μήτρας που διαπίστωσε με το χέρι του και χορήγησε τοκολυτική αγωγή   για την αναστολή των συσπάσεων, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο τοκετός μέχρι την άφιξη της επιτόκου στο νοσοκομείο Κοζάνης. Όπως και ο ίδιος εκθέτει, απολογούμενος, χορήγησε, στην επίτοκο 30 μικροσταγόνες yutopar, κατ’ αυτόν ελάχιστη ποσότητα (με μέγιστη τις 80 μικροσταγόνες). Η χορήγηση, όμως, της άνω τοκολυτικής αγωγής αντενδείκνυται στην περίπτωση της ρήξης μήτρας και επέτεινε, έστω και η άνω ελάχιστη ποσότητα την αιμορραγία (βλ. ειδικότερα και τη κατάθεση του ιατροδικαστή Σ. Ν.). Με όλα αυτά δεν διέγνωσε έγκαιρα τη ρήξη μήτρας και την έναρξη αιμορραγίας δεν εκτίμησε, όπως όφειλε και μπορούσε τον κίνδυνο που απειλούσε το έννομο αγαθό της ζωής της επιτόκου και δεν αξιολόγησε έγκαιρα τον επείγοντα χαρακτήρα του περιστατικού, το οποίο επέβαλε, κατά τους ενδεδειγμένους ιατρικούς κανόνες, αρχικά τη διενέργεια των άνω περαιτέρω εξετάσεων, και την παρακολούθηση για περισσότερο χρόνο (έστω, κατ’ εκτίμηση, 30 λεπτών περίπου) της επιτόκου, δηλαδή, την παρακολούθηση της κλινικής εικόνας της, της αρτηριακής πίεσης και σφυγμών, των παλμών του εμβρύου, της εμφάνισης στον υπέρηχο της αιμορραγίας και στη συνέχεια, να προβεί άμεσα  ίδιος στη χειρουργική επέμβαση στο νοσοκομείο Πτολεμαΐδας, στο οποίο,   εφημέρευε παιδίατρος, μπορούσε όμως να χρησιμοποιηθεί ιδιώτης ιατρός να εξετάσει το νεογνό μετά την επέμβαση. Και ο ίδιος απολογούμενος αναφέρει ότι θα  μπορούσε (και θα έκανε) την επέμβαση (χειρουργική), αν, μετά την παρακολούθηση της επιτόκου " φαινόταν κλινικά ότι κινδυνεύει ” (η επίτοκος). Με τη χειρουργική επέμβαση (καισαρική τομή) και τη συρραφή θα σταματούσε ή έστω θα περιοριζόταν σημαντικά η αιμορραγία. Αυτός αντίθετα με τη χορήγηση τοκολυτικής αγωγής επέτεινε την αιμορραγία. Η καθυστέρηση αυτή και η μη άμεση χειρουργική επέμβαση είχε ως αποτέλεσμα η επίτοκος μέχρι τη μεταφορά της στο νοσοκομείο της Κοζάνης και την εκεί διενέργεια καισαρικής τομής (περί ώρα 00:00-00:15 της 23/4/2011) να απολέσει μεγάλη ποσότητα αίματος, η οποία, μετά και τις παραλείψεις του δεύτερου κατ/νου, είχε ως επακόλουθο την καρδιακή ανακοπή της άνω Μ. Χ. και το θάνατο αυτής. Το αποτέλεσμα αυτό (ο θάνατος της Μ. Χ.) τελεί, με όσα εκτέθηκαν, σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπάνω παραλείψεις του πρώτου κατ/νου. Β) Ο δεύτερος κατ/νος, έχοντας ενημέρωση, περί ώρα 23:00-23:15, από τον ειδικευόμενο της κλινικής του (Μαιευτικής) στο Γ.Ν. Κοζάνης Γ. Π. (σύμφωνα με όσα ανέφερε σ’ αυτόν ο πρώτος κατ/νος σε τηλεφωνική επικοινωνία), για τη μεταφορά στο νοσοκομείο της άνω Μ. Χ.και για την εν γένει κατάστασή της (μετά και τις διαπιστώσεις του πρώτου κατ/νου), γνώριζε για τη σοβαρότητα του περιστατικού (τον επιπωματικό πλακούντα, τον οξύ συνεχόμενο πόνο της επιτόκου στο υπογάστριο και την έναρξη της διαδικασίας τοκετού, με περαιτέρω διάγνωση και πιθανής ρήξης της μήτρας της). Επιλήφθηκε μεν άμεσα του περιστατικού, δίνοντας όπως εκτέθηκε, εντολή για προετοιμασία του χειρουργείου, για ετοιμότητα των ιατρών (αναισθησιολόγου, παιδιάτρων κ λ.π.) και για τη δυνατότητα άμεσης διάθεσης αίματος (περί τις πέντε μονάδες), ενώ μόλις η επίτοκος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο προέβη στις ενδεδειγμένες προεγχειρητικές εξετάσεις (αιματολογικές, υπερηχογραφικό έλεγχο, λήψη αρτηριακής πίεσης, σφυγμών της, παλμών του εμβρύου) και σε έρευνα της κλινικής εικόνας της. Με την ολοκλήρωση των εξετάσεων αυτών, χωρίς καθυστέρηση περί ώρα 00:00, η επίτοκος μεταφέρεται στο χειρουργείο για τη διενέργεια της καισαρικής τομής. Ωστόσο, όπως όφειλε και μπορούσε, δεν εκτιμά σωστά ότι, από τα συμπτώματα που είχε η επίτοκος και την εν γένει κλινική εικόνα της, με οξύ συνεχόμενο πόνο στο υπογάστριο, ωχρότητα και εφίδρωση, που υποδηλώνουν ρήξη της μήτρας και αιμορραγία, η επίτοκος έχει υποστεί ρήξη και αιμορραγία και ότι ο κίνδυνος ζωής αυτής είναι άμεσος Ειδικότερα, γνωρίζοντας το ιστορικό της επιτόκου και ότι τα ίδια συμπτώματα και κλινική εικόνα είχε και κατά την εξέτασή της στην  Πτολεμαΐδα, αλλά και το χρόνο έναρξης του έντονου πόνου της, όφειλε να εκτιμήσει την από τη ρήξη έναρξη της αιμορραγίας περίπου από τις 22:00-22:15 της 22/4/2011, αλλά και κυρίως τον κίνδυνο της ζωής της επιτόκου από την αιμορραγία για δύο ώρες περίπου. Δεν προέβλεψε από την αρχή την ένταση της ρήξης και την εξ αυτής πολύ μεγάλη (ως εκ της διάρκειάς της) αιμορραγία και προέβη, περίπου 00:00-00:15, στην καισαρική τομή. Κατά τη διενέργεια της επέμβασης διαπιστώνει, όπως αναφέρθηκε, τη ρήξη της μήτρας (τότε, κατά την άνω αναισθησιολόγο κάνει αναφορά ότι «σκίστηκε η μήτρα στις παλιές καισαρικές»), την παρουσία πολύ μεγάλης ποσότητας αίματος («λίμνης αίματος», κατά την άνω αναισθησιολόγο) στον κοιλιακό χώρο της άνω Μ. Χ. Παρά τη χορήγηση αίματος, η άνω Μ. Χ., μετά και την έξοδο του νεογνού, αρχίζει πλέον να παρουσιάζει φθίνουσα αρτηριακή πίεση, κατά τα άνω. Τότε, παρά ταύτα. κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, αξιολόγησε εσφαλμένα τις συνέπειες της ρήξης και της αιμορραγίας και τον τρόπο αντιμετώπισής της και περιορίστηκε, μετά την έξοδο του εμβρύου, στην έξοδο και του πλακούντα κατά τμήματα, στον καθαρισμό της ενδομήτριος κοιλότητας και στη συρραφή, στη συνέχεια της μήτρας και των κοιλιακών τοιχωμάτων, με παρακολούθηση έως ότου αποκλεισθεί η συνέχιση της αιμορραγίας.

Η ενδεδειγμένη, τότε, ιατρική ενέργεια ήταν να προβεί άμεσα, τουλάχιστον περί ώρα 01:00 της 23-4-2011, στη μαιευτική υστερεκτομή (στην ολική αφαίρεση της μήτρας). Αυτό επέβαλε: α) ο χρόνος της ρήξης (πριν δύο ώρες περίπου) και της έναρξης, από τότε (ως και των συμπτωμάτων της επιτόκου από τότε και του άνω ιστορικού της), της αιμορραγίας, αλλά και κυρίως β) η πολύ μεγάλη ποσότητα του αίματος που και ο ίδιος (ο δεύτερος κατ/νος) διαπίστωσε κατά την καισαρική τομή στον κοιλιακό χώρο της επιτόκου και η φθίνουσα αρτηριακή πίεση αυτής και αιμοδυναμική αστάθειά της. Περί αυτού, περί της επιβεβλημένης, δηλαδή αφαίρεσης της μήτρας, καταθέτει όπως αναφέρθηκε, ο Σ. Ν., αλλά, ακόμη και ο Μ. Τ., Ιατροδικαστές. Το ίδιο καταγράφεται, επί πλέον και στην άνω, από 18-11-2011, έκθεσης ελέγχου των επιθεωρητών του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. Η αντίθετη κατάθεση του Δ.. Β., καθηγητή Ιατρικής (γυναικολόγου- μαιευτήρα), ότι μετά τη συρραφή της μήτρας, με το τέλος της καισαρικής τομής, επιβάλλεται ο χειρουργός να παρακολουθήσει αν συνεχίζεται η αιμορραγία και μόνο αν συνεχίζεται να προβεί στην αφαίρεση μήτρας (αναφέρει ότι " καλώς ενήργησαν" και οι δύο κατ/νοι), δεν αιτιολογείται πειστικά, γιατί δεν λαμβάνει υπόψη της το ιστορικό της επιτόκου, τη διάρκεια της αιμορραγίας, την πολύ μεγάλη ποσότητα αίματος που απώλεσε μέχρι τη διενέργεια της καισαρικής τομής και την παρατηρούμενη αιμοδυναμική αστάθειά της, με φθίνουσα αρτηριακή πίεση. Τα άνω δεν λαμβάνει υπόψη και η επίκληση από τον κατ/νο (δεύτερο) επιστημονικών απόψεων ότι η ρήξη της μήτρας και η αιμορραγία δεν αντιμετωπίζεται πάντα με αφαίρεση της μήτρας. Ενισχυτικό δε της Δικαστηρίου ότι ιατρικά ενδεικνυόμενη ενέργεια για να σταματήσει η τη ρήξη και να ελεγχθεί (με σταθεροποίηση) η αιμοδυναμική αστάθεια της ήταν η ολική αφαίρεση της μήτρας μετά τη διενέργεια της καισαρικής κάθε περίπτωση περί ώρα 01:00 είναι, κατά τα περιγραφόμενα παραπάνω, γεγονός αφενός ότι ο δεύτερος κατ/νος ουσιαστικά σε καμία χρονική στιγμή, με διάρκεια χρονική (και όχι επ’ ολίγον), δεν έλεγξε την αιμορραγία (αυτή εμφανίστηκε και μετά την καισαρική τομή) και αφετέρου ότι η επίτοκος από την αρχή, από ώρα 00:30 περίπου, παρουσίαζε, παρά την αιμοδυναμική υποστήριξή της με χορήγηση αίματος, σημάδια μη ελεγχόμενης αστάθειας, με την αρτηριακή πίεση της διαρκώς να φθίνει. Ο ισχυρισμός του κατ/νου (δεύτερου) ότι μετά τη συρραφή της μήτρας, παρατήρησε ότι δεν εμφανίζεται αιμορραγία, η μήτρα έχει συσπάσεις και η αρτηριακή πίεση αρχίζει να ανεβαίνει σε 80-90, γεγονός που του δίνει χρονικό περιθώριο " να περιμένει " (όπως αναφέρει στην απολογία του) δεν επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον κατά το μέγεθος της αρτηριακής πίεσης, καθόσον από το ίδιο το διάγραμμα αναισθησίας (βλ. αυτό, όπως αναγνώσθηκε) αποδεικνύεται ότι μετά τις 00:15 'της 23/4/2011 καμία στιγμή η αρτηριακή πίεση δεν εμφάνισε άνοδο, παρά μόνο συνεχώς μειωνόταν, επιδεινούμενη έντονα. Ισχυρίζεται ακόμη, ο δεύτερος κατ/νος ότι δεν ήταν ενδεδειγμένη η αφαίρεση της μήτρας με αρτηριακή πίεση 60/40 mmHg και ενώ είχαν εμφανιστεί εκτεταμένα αιματώματα, ένδειξη, δηλαδή, αιματολογικής αστάθειας. Όμως, η άνω ένδειξη της αρτηριακής πίεσης, περί ώρα 01:30 και η αιματολογική αστάθεια, καταδεικνύει την αναγκαιότητα, σύμφωνα με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, της διενέργειας της ολικής αφαίρεσης της μήτρας μετά την καισαρική τομή και τον τοκετό του νεογνού, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι, όπως εκτέθηκε, μετά την ώρα 01:30 ο κατ/νος δεν έλεγχε την αιμορραγία, μη έχοντας αποκλείσει αυτή (όπως εν τέλει εμφανίστηκε και κατ’ αυτόν, περί ώρα 02:30') και ακόμη η αρτηριακή πίεση συνεχώς μειωνόταν και οι ενδείξεις αιματολογικής αστάθειας και διάχυτης ενδαγγειακής πήξεως ήταν πιο σαφείς. Άλλωστε, η υστερεκτομία, που γίνεται μετά από ρήξη της μήτρας για την αντιμετώπιση της αιμορραγίας μετά τον τοκετό, σχεδόν πάντα γίνεται σε αιμοδυναμικά ασταθή ασθενή (πρβλ.Εφ Θεσ 3429/2014). Δεν αποδείχθηκε δε ότι υπήρχαν συμφήσεις ή κάποιο άλλο πρόβλημα που εμπόδιζαν την υστερεκτομία, από ώρα 01:00 περίπου. Η πραγματοποίηση, τελικά, της αφαίρεσης της μήτρας περί ώρα 03:00, όταν μάλιστα η αρτηριακή πίεση είχε πέσει κάτω από 50/40 και όλες οι ενδείξεις υποδήλωναν διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, δεν μπορούσε να αποτρέψει το επελθόν, ως άνω, αποτέλεσμα, εξαιτίας της μεγάλης απώλειας αίματος κυρίως μέχρι το χρόνο που έγινε η καισαρική τομή, αλλά και της αιμορραγίας που υπήρξε και μετά απ’ αυτή.

Με όλα τα ως άνω αποδειχθέντα και ο δεύτερος κατ/νος χειρίστηκε το περιστατικό αμελώς και κατά παράβαση των ιατρικών κανόνων, αφού παραβλέποντας την επί πολύ ώρα (περίπου δύο ώρες) την αιμορραγία και τη μεγάλη ποσότητα αίματος που υπήρχε στην κοιλιακή χώρα της επιτόκου κατά τη διενέργεια της καισαρικής τομής και μη λαμβάνοντας υπόψη την παρατηρούμενη διαρκώς επιδείνωση της αιμοδυναμικής αστάθειας της επιτόκου και -τη συνεχώς μειωμένη αρτηριακή πίεση, με ενδείξεις διάχυτης ενδαγγειακής πήξης, δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την ανάγκη, όπως επέβαλαν οι ιατρικοί κανόνες, της διενέργειας ολικής αφαίρεσης μήτρας αμέσως μετά την καισαρική τομή, την οποία και έπρεπε να πραγματοποιήσει τότε (και πριν την ώρα 01:00-01:30) και όχι να εφησυχάσει, αναμένοντας περαιτέρω τον αποκλεισμό της αιμορραγίας, που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την άνω αιμοδυναμική αστάθεια της επιτόκου και την εν γένει κατάστασή της. Μέχρι περί ώρα 01:00 η άνω είχε χάσει από την αιμορραγία λιγότερο αίμα (υπήρξε, όπως εκτέθηκε, νέα απώλεια κα μετά, την οποία ο κατ/νος, όπως αναφέρει, αντιλήφθηκε περί ώρα 02:30) και η επιβάρυνση της υγείας της ήταν μικρότερη από ότι στη συνέχεια, μετά την ώρα 01:30, οπότε πλέον υπήρξε επιδείνωση της αιμοδυναμικής αστάθειας και σαφείς, πλέον, ενδείξεις διάχυτης ενδαγγειακής πήξης. Την επιδείνωση αυτή και τον κίνδυνο ζωής της μπορούσε ο δεύτερος κατ/νος, ως μέσο συνετός ιατρός και σύμφωνα με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες ιατρικής, αν επιδείκνυε επιμέλεια, να προβλέψει. Η παράλειψή του, μετά απ' αυτά, να προβεί στην ολική αφαίρεση της μήτρας αμέσως μετά την καισαρική τομή και η με καθυστέρηση πραγματοποίησης αυτής (περί ώρα 03:00) είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο της άνω Μ. Χ. ο οποίος με μεγάλη πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα θα αποτρεπόταν αν ο άνω δεύτερος κατ/νος διενεργούσε έγκαιρα την προαναφερόμενη χειρουργική επέμβαση, ως όφειλε και μπορούσε εκ της ιδιότητάς του, των επιστημονικών γνώσεων καινής εμπειρίας του, ως ιατρού (γυναικολόγου) με μακρά θητεία στο Γ. Ν. Κοζάνης.

Συνεπώς, εφόσον ο θάνατος της άνω Μ. Χ. είναι αποτέλεσμα όχι της αποκλειστικής αμέλειας μόνο του ενός των κατ/νων, αλλά της συνδρομής αμέλειας, όπως προσδιορίστηκε, και των δύο κατ/νων, αυτός (θάνατος) δε συνδέεται αιτιωδώς  με τις διαδοχικές παραλείψεις καθενός του, χωρίς να υπάρξει για κανέναν από τους δύο (και πλέον ειδικότερα για τον πρώτο, όπως αβάσιμα αυτός αιτιάται) διακοπή του άνω αιτιώδους συνδέσμου, πρέπει και οι δύο κατ/νοι να κηρυχθούν ένοχοι της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, τελεσθείσα δια παραλείψεως κατά παραυτουργία από υποχρέους (άρθρ. 15, 26 παρ. 1 β, 28, 302 παρ 1 του Π.Κ.), κατά το διατακτικό.

Ένδικα Μέσα και Ανακοπές - Β έκδοση

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

Αναγκαία Ομοδικία - Δομή και λειτουργία της ομοδικιακής δίκης XXII & 390

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ