logo-print

Ακόμα μία απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ για τα δάνεια που συνδέονται με το ελβετικό φράγκο και περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες

Συμβατική ρήτρα σχετική με την τιμή αγοράς και πώλησης ξένου νομίσματος - Απαίτηση περί κατανοητού χαρακτήρα και περί διαφάνειας

19/11/2021

23/11/2021

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11
Αναπροσαρμογή επιχειρηματικών πιστωτικών συμβάσεων λόγω της οικονομικής κρίσης - Συμβολές Αστικού Νο 6

ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΑΝΔΡΙΑΝΑΤΟΥ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε ότι το περιεχόμενο ρήτρας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση δανείου μεταξύ τράπεζας και καταναλωτή και η οποία καθορίζει τις τιμές αγοράς και πώλησης ξένου νομίσματος - συγκεκριμένα του ελβετικού φράγκου (CHF) - συνδεδεμένου με το δάνειο, πρέπει να παρέχει στον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και συνετός τη δυνατότητα να αντιληφθεί, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται η συναλλαγματική ισοτιμία του ξένου νομίσματος που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ποσού των δόσεων αποπληρωμής, προκειμένου ο καταναλωτής αυτός να είναι σε θέση να καθορίζει ο ίδιος, ανά πάσα στιγμή, τη συναλλαγματική ισοτιμία που εφαρμόζει η τράπεζα.

Σημειώνεται ότι η απόφαση του ΔΕΕ εκδόθηκε επί αιτήσεως προδικαστικής παραπομπής η οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, δύο Πολωνών δανειλοπηπτών και, αφετέρου, πολωνικής τράπεζας, σχετικά με τους όρους εξόφλησης πίστωσης δυνάμει σύμβασης ενυπόθηκου δανείου συνδεόμενου με το ελβετικό φράγκο η οποία περιέχει ρήτρες φερόμενες ως καταχρηστικές.

Ιστορικό της υπόθεσης

Στις 16 Μαΐου 2008, οι M.P. και B.P. συνήψαν με την A, τραπεζικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Πολωνία, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου ύψους 460.000 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 100 000 ευρώ), πληρωτέου σε 480 μηνιαίες δόσεις. Το δάνειο ήταν συνδεδεμένο με ξένο νόμισμα, ήτοι το ελβετικό φράγκο (CHF), και το επιτόκιο αντιστοιχούσε στο επιτόκιο αναφοράς LIBOR 3M (CHF), προσαυξημένο κατά σταθερό περιθώριο κέρδους 1,20 εκατοστιαίων μονάδων.

Στο πλαίσιο της αίτησής τους για τη χορήγηση δανείου, οι δανειολήπτες υπέγραψαν δήλωση κατά την οποία, μολονότι είχαν πλήρη επίγνωση του συναλλαγματικού κινδύνου, παραιτούνταν από τη δυνατότητα σύναψης δανείου σε πολωνικά ζλότι και επέλεγαν να συνάψουν δάνειο συνδεόμενο με ξένο νόμισμα. Η δήλωση αυτή διευκρίνιζε, επιπλέον, ότι οι δανειολήπτες είχαν ενημερωθεί για το γεγονός ότι οι δόσεις του δανείου εκφράζονταν στο εν λόγω ξένο νόμισμα και έπρεπε να εξοφληθούν σε πολωνικά ζλότι σύμφωνα με τους κανόνες που περιγράφονταν στους γενικούς όρους της σύμβασης, των οποίων είχαν λάβει γνώση.

Από το άρθρο 2, σημεία 2 και 12, των γενικών όρων προκύπτει ότι το δάνειο που συνδέεται με ξένο νόμισμα είναι δάνειο με επιτόκιο στηριζόμενο σε επιτόκιο αναφοράς σχετικό με νόμισμα διαφορετικό από το πολωνικό ζλότι, του οποίου η εκταμίευση και η αποπληρωμή πραγματοποιούνται σε πολωνικά ζλότι βάσει της τιμής του ξένου νομίσματος που περιλαμβάνεται στον ισχύοντα στην τράπεζα πίνακα συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Κατά το άρθρο 7, σημείο 4, των γενικών όρων, η εκταμίευση των κεφαλαίων πραγματοποιείται σε πολωνικά ζλότι βάσει τιμής όχι χαμηλότερης από την τιμή αγοράς που αναγράφεται στον ισχύοντα πίνακα κατά τον χρόνο της εκταμίευσης αυτής. Το χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου εκφράζεται στο ξένο νόμισμα και υπολογίζεται βάσει της ισοτιμίας που ισχύει κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου.

Δυνάμει του άρθρου 9, σημείο 2, των γενικών όρων, οι πληρωτέες δόσεις του δανείου εκφράζονται στο ξένο νόμισμα και χρεώνονται κατά τη δήλη ημέρα της εκάστοτε δανειακής δόσης στον τραπεζικό λογαριασμό του δανειολήπτη, σύμφωνα με την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου που αναγράφεται στον ισχύοντα στην τράπεζα πίνακα κατά τη λήξη της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της δήλης ημέρας της εκάστοτε εξοφλητικής δόσης.

Στις 10 Ιανουαρίου 2013, οι M.P. και B.P. συνήψαν με την A τροποποιητική πράξη της επίμαχης σύμβασης, η οποία προέβλεπε ότι οι δανειολήπτες θα προέβαιναν οι ίδιοι στην αποπληρωμή του δανείου σε ελβετικά φράγκα, χωρίς να χρησιμοποιήσουν τον μηχανισμό της τράπεζας για τη μετατροπή των νομισμάτων.

Συνεπεία των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του πολωνικού ζλότι και του ελβετικού φράγκου, η διαφορά μεταξύ του επιστραφέντος από τους ενάγοντες της κύριας δίκης ποσού για την περίοδο από 16 Μαΐου 2008 έως 10 Οκτωβρίου 2014 και του ποσού που θα είχε επιστραφεί αν το δάνειο είχε συνομολογηθεί σε πολωνικά ζλότι και είχε ισχύσει το εφαρμοστέο επιτόκιο ανήλθε στα 30.601,01 PLN (περίπου 6.732 ευρώ).

Θεωρώντας ότι η ρήτρα υπολογισμού του δανείου σε αξία ξένου νομίσματος ήταν καταχρηστική για τον λόγο ότι δεν διευκρίνιζε τον τρόπο καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας από την τράπεζα, οι Μ.P. και B.P. άσκησαν αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η A να τους καταβάλει το ποσό των 50.000 PLN (περίπου 10.850 ευρώ).

Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης ερμήνευαν διαφορετικά το γράμμα της συμβατικής ρήτρας υπολογισμού του ενυπόθηκου δανείου σε αξία ξένου νομίσματος. Συγκεκριμένα, ενώ, για την τράπεζα, η ρήτρα αυτή προβλέπει τον καθορισμό της τιμής του ξένου νομίσματος βάσει της αγοραίας τιμής, όπως αποτυπώνεται καθημερινά στον πίνακα συναλλαγματικών ισοτιμιών της τράπεζας, οι δανειολήπτες ερμήνευαν τη ρήτρα αυτή ως ορίζουσα ότι η τιμή του ξένου νομίσματος καθορίζεται με βάση μια αντικειμενική ισοτιμία, όπως είναι η καθοριζόμενη από τη Narodowy Bank Polski (Εθνική Τράπεζα της Πολωνίας).

Κατά το δικαστήριο αυτό, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος παρουσιάζει, λόγω της γενικότητας του γράμματός της, κάποια ασάφεια, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι η A δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις πληροφόρησης και διαφάνειας που υπέχει, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ [οδηγία σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές].

Διερωτήθηκε ωστόσο αν, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της σύμβασης δανείου, ήτοι των 40 ετών, και του ίδιου του μηχανισμού σύνδεσης με ξένο νόμισμα, του οποίου η τιμή μεταβάλλεται διαρκώς, το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ πρέπει, παρά ταύτα, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εναπόκειται στην τράπεζα να συντάξει τη ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος κατά τρόπο που να παρέχει στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να καθορίζει αυτοτελώς την τιμή αυτή σε δεδομένη χρονική στιγμή. Συγκεκριμένα, κατά το δικαστήριο αυτό, ένας τέτοιος βαθμός ακρίβειας είναι στην πράξη αδύνατο να επιτευχθεί.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επεσήμανε ότι το άρθρο 65 του πολωνικού Αστικού Κώδικα του παρέχει τη δυνατότητα να αναζητεί την κοινή βούληση των συμβαλλομένων μερών. Εν προκειμένω, εξέθεσε ότι η αγοραία αξία του ξένου νομίσματος σύνδεσης θα μπορούσε να αποτελέσει το κριτήριο καθορισμού της τιμής του εν λόγω νομίσματος βάσει του γράμματος της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης. Πρόσθεσε ότι μια τέτοια λύση θα εξασφάλιζε ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών.

Κατά τα λοιπά, το αιτούν δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τις αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz, C-415/11 και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C-421/14, πρέπει να εξακριβωθεί αν η επίμαχη συμβατική ρήτρα διαμορφώνει την κατανομή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων κατά τρόπο που δεν θα είχε γίνει δεκτός από τους συμβαλλομένους στο πλαίσιο καλόπιστων μεταξύ τους διαπραγματεύσεων.

Λαμβανομένων όμως υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες συνήφθη και εκτελέστηκε η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση δανείου, αφενός, το εν λόγω δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο οι δανειολήπτες να είχαν παρά ταύτα συνάψει τη σύμβαση αυτή αν είχαν κατανοήσει τους όρους της όπως ακριβώς και η τράπεζα.

Αφετέρου, κατά το ίδιο δικαστήριο, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου εκτέλεσης της σύμβασης η A εφάρμοσε, βάσει του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόταν τη σύμβαση αυτή, τις τιμές της αγοράς συναλλάγματος και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κακόπιστη. Θα μπορούσε, το πολύ, να της προσαφθεί κάποια αδιαφορία, αλλά όχι η πρόθεση να διαμορφώσει τη συμβατική ρήτρα κατά τρόπο ώστε να ζημιωθεί ο καταναλωτής μέσω της εφαρμογής συναλλαγματικών ισοτιμιών αυθαίρετων και άσχετων προς τις αγοραίες τιμές.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy dla Warszawy – Woli w Warszawie II Wydział Cywilny (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Βαρσοβίας – περιφέρεια Wola, δεύτερο πολιτικό τμήμα, Πολωνία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα συναφώς.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, αποφάνθηκε ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, έχει την έννοια ότι το περιεχόμενο ρήτρας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και η οποία καθορίζει τις τιμές αγοράς και πώλησης ξένου νομίσματος συνδεδεμένου με το δάνειο πρέπει να παρέχει στον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και συνετός τη δυνατότητα να αντιληφθεί, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται η συναλλαγματική ισοτιμία του ξένου νομίσματος που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ποσού των δόσεων αποπληρωμής, ούτως ώστε ο καταναλωτής αυτός να είναι σε θέση να καθορίζει ο ίδιος, ανά πάσα στιγμή, τη συναλλαγματική ισοτιμία που εφαρμόζει ο επαγγελματίας.

Επιπλέον, το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 5 και 6 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ αποκλείουν τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο διαπίστωσε τον καταχρηστικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, μίας ρήτρας υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος περιλαμβανόμενης σε σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να ερμηνεύει την εν λόγω ρήτρα κατά τρόπο ώστε να αμβλύνεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας της, ακόμη και αν η συγκεκριμένη ερμηνεία αντικατοπτρίζει την κοινή βούληση των συμβαλλομένων μερών.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Η αστική ευθύνη του οδικού μεταφορέα κατά τη CMR
Επαγγελματικό ποδόσφαιρο, 2η έκδ., 2023

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

send