Ακόμα μία ενδιαφέρουσα απόφαση του Δικαστηρίου ΕΕ για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο
Συμβατική ρήτρα βάσει της οποίας ο καταναλωτής φέρει τον συναλλαγματικό κίνδυνο – Καταχρηστικός χαρακτήρας ρήτρας – Μη δεσμευτική γνωμοδότηση του ανώτατου δικαστηρίου
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 31-03-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η μη δεσμευτική γνωμοδότηση ανώτατου δικαστηρίου, με την οποία παρέχονται στα κατώτατα δικαστήρια κατευθύνσεις όσον αφορά την επιβεβαίωση του κύρους μιας καταναλωτικής σύμβασης, όταν η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που αφορά το κύριο αντικείμενό της, δεν είναι επαρκής για να εγγυηθεί στα θιγόμενα από αυτήν τη ρήτρα πρόσωπα ότι προστατεύονται πλήρως.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 4 Δεκεμβρίου 2009, ο PN συνήψε με τη Lombard Finanszírozási Zrt. ατομική σύμβαση δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο για την αγορά οχήματος. Η σύμβαση αυτή είχε συνομολογηθεί σε ελβετικό φράγκο (CHF) και οι καταβλητέες μηνιαίες δόσεις μετατρέπονταν σε ουγγρικά φιορίνια (HUF).
Κατά τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης, ο PN υπέγραψε δήλωση γνωστοποίησης του κινδύνου. Στη δήλωση αυτή διευκρινιζόταν, αφενός, ότι ο καταναλωτής φέρει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και, αφετέρου, ότι η μελλοντική εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι απρόβλεπτη. Ως εκ τούτου, οι μηνιαίες δόσεις καθορίζονταν σε ελβετικά φράγκα και στη συνέχεια μετατρέπονταν σε ουγγρικά φιορίνια, η δε συναλλαγματική διαφορά, υπολογιζόμενη κατά τη μετατροπή αυτή, έπρεπε να βαρύνει τον δανειολήπτη. Από το ίδιο έγγραφο προέκυπτε επίσης ότι, όταν η ισοτιμία προς το ουγγρικό φιορίνι κατά την ημερομηνία πληρωμής κυμαινόταν σε σχέση με τη συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς που είχε καθοριστεί κατά τη σύναψη της συμβάσεως, η διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης και της τιμής αγοράς βάρυνε επίσης τον δανειολήπτη.
Στις 31 Αυγούστου 2010, κατόπιν λύσης με απορρόφηση της Lombard Finanszírozási Zrt., η Lombard τη διαδέχθηκε ως καθολικός διάδοχος. Κατά συνέπεια, το σύνολο των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων της Lombard Finanszírozási Zrt. μεταβιβάστηκε στη Lombard.
Τον Απρίλιο του 2015, έλαβε χώρα αναπροσαρμογή της δανειακής σύμβασης, κατόπιν εκκαθάρισης λογαριασμών, δυνάμει του νόμου DH2. Κατά το πέρας της εκκαθάρισης αυτής, ποσό 284.502 HUF (περίπου 800 ευρώ), το οποίο κρίθηκε ότι κατεβλήθη αχρεωστήτως στη δανείστρια, αφαιρέθηκε από το ποσό που όφειλε ο PN. Αντιθέτως, το ετήσιο επιτόκιο, ύψους 22,32% πριν από την αναπροσαρμογή της επίμαχης δανειακής σύμβασης, παρέμεινε αμετάβλητο. Η εν λόγω εκκαθάριση απεστάλη στον PN, ο οποίος δεν προέβαλε αντιρρήσεις.
Δεδομένου ότι ο PN καθυστερούσε την καταβολή των μηνιαίων δόσεων της επίμαχης δανειακής σύμβασης, η Lombard τον ενημέρωσε, στις 12 Αυγούστου 2015, ότι όφειλε το ποσό των 121.722 HUF (περίπου 342 ευρώ) ως ληξιπρόθεσμες οφειλές, διευκρινίζοντας ότι, σε περίπτωση μη πληρωμής, θα επακολουθούσε καταγγελία της σύμβασης με άμεση επέλευση των αποτελεσμάτων της. Ο PN δεν ικανοποίησε το αίτημα αυτό και, ως εκ τούτου, η Lombard κατήγγειλε μονομερώς την εν λόγω σύμβαση στις 14 Σεπτεμβρίου 2015, καλώντας με εξώδικη όχληση τον PN να εξοφλήσει το οφειλόμενο υπόλοιπο των 472.399 HUF (περίπου 1.320 ευρώ). Ο PN παρέλαβε την όχληση αυτή στις 15 Οκτωβρίου 2015.
Στη συνέχεια, η Lombard άσκησε αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζητώντας να αναγνωριστεί αναδρομικώς η ισχύς της επίμαχης δανειακής σύμβασης και να υποχρεωθεί ο PN να της καταβάλει το ποσό των 490.102 HUF (περίπου 1.370 ευρώ), για κεφάλαιο της συμβατικής απαίτησης και για τόκους υπερημερίας.
Ο PN προέβαλε τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της επίμαχης δανειακής σύμβασης, δυνάμει των οποίων φέρει εξ ολοκλήρου τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Αμφισβήτησε επίσης ότι η δήλωση γνωστοποίησης σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο ήταν σαφής και κατανοητή. Στο πλαίσιο ανταγωγής, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η Lombard να του καταβάλει ποσό 1.734.144 HUF (περίπου 4.870 ευρώ) ως αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω της ακυρότητας της σύμβασης.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέτασε, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες σύμβαση όπως η επίμαχη μπορεί να κηρυχθεί έγκυρη υπό το πρίσμα της γνωμοδότησης που εξέδωσε τον Ιούνιο του 2019 το συμβουλευτικό όργανο του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Κατά την εν λόγω γνωμοδότηση, όταν μια μη έγκυρη δανειακή σύμβαση κηρύσσεται έγκυρη, προσφέρονται στα δικαστήρια δύο λύσεις. Μπορούν να κηρύξουν τη σύμβαση έγκυρη κατά τρόπον ώστε να θεωρείται ότι έχει συνομολογηθεί σε ουγγρικά φιορίνια, με επιτόκιο αντίστοιχο προς το ύψος του επιτοκίου που ίσχυε για τις συναλλαγές σε ουγγρικά φιορίνια κατά την ημερομηνία σύναψης της εν λόγω σύμβασης, προσαυξημένο κατά το εφαρμοζόμενο περιθώριο κέρδους. Εναλλακτικά, μπορούν θεωρήσουν τη σύμβαση έγκυρη, θέτοντας ανώτατο όριο στη συναλλαγματική ισοτιμία μετατροπής του ξένου νομίσματος σε ουγγρικά φιορίνια, ενώ το επιτόκιο που καθορίζεται στη σύμβαση παραμένει αμετάβλητο μέχρι την ημερομηνία μετατροπής σε ουγγρικά φιορίνια.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε ότι, μολονότι η ρήτρα της επίμαχης δανειακής σύμβασης κατά την οποία ο PN φέρει τον συναλλαγματικό κίνδυνο είχε καταχρηστικό χαρακτήρα, εντούτοις, η σύμβαση αυτή έπρεπε να θεωρηθεί έγκυρη, αναδρομικώς από την ημερομηνία σύναψής της, αλλά συνομολογηθείσα, από την ίδια ημερομηνία, σε ουγγρικά φιορίνια. Επιπλέον, αποφάσισε ότι το ετήσιο επιτόκιο έπρεπε να καθοριστεί στο 23,07%, με αφετηρία τον υπολογισμό που είχε πραγματοποιήσει η Lombard και ο οποίος βασιζόταν στη διαφορά μεταξύ του αρχικού ποσού του δανείου και του συνολικού ποσού των μηνιαίων δόσεων που είχε καταβάλει ο PN. Εν προκειμένω, το αρχικό ποσό του δανείου ήταν 1.417.500 HUF (περίπου 4.000 ευρώ) και προβλεπόταν ότι το συνολικό ποσό των μηνιαίων δόσεων που έπρεπε να καταβληθεί ανερχόταν σε 2.689.225 HUF (περίπου 7.600 ευρώ). Δεδομένου ότι ο PN κατέβαλε στην πράξη ποσό 3.151.644 HUF (περίπου 8.900 ευρώ), το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υποχρέωσε τη Lombard, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, να επιστρέψει τη διαφορά μεταξύ των δύο τελευταίων ποσών, ήτοι 462.419 HUF (περίπου 1.300 ευρώ).
Η Lombard άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Fővárosi Törvényszék (δικαστηρίου Βουδαπέστης‑Πρωτευούσης, Ουγγαρία), αμφισβητώντας τη διαπίστωση ότι η επίμαχη δανειακή σύμβαση έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε συνομολογηθεί, από την ημερομηνία σύναψής της, σε ουγγρικά φιορίνια. Ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η αναγνώριση του κύρους της σύμβασης δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ανατροπή της συμβατικής ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργείται ανισορροπία, στο πλαίσιο της έννομης σχέσης, μεταξύ των αντίστοιχων αξιών της παροχής και της αντιπαροχής. Επιπλέον, κατά τη Lombard, τέτοιες συμβάσεις, οι οποίες συνομολογούνται σε ξένο νόμισμα και μετακυλίουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο στους καταναλωτές, δεν μπορούν να κηρυχθούν παράνομες αυτές καθεαυτές.
Το αιτούν δικαστήριο διατήρησε αμφιβολίες ως προς τις νομικές επιλογές που ανακύπτουν όταν μια σύμβαση, σε περίπτωση ακυρότητας ως προς το κύριο αντικείμενό της, αναγνωρίζεται ότι είναι έγκυρη ή ισχυρή μεταξύ των συμβαλλομένων.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Törvényszék (δικαστήριο της Βουδαπέστης‑Πρωτευούσης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, πρώτον, ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων της οδηγίας 93/13/EOK [οδηγία σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές] δεν μπορεί να διασφαλιστεί, ελλείψει εθνικού κανόνα ενδοτικού δικαίου που διέπει μια τέτοια περίπτωση, αποκλειστικά μέσω μη δεσμευτικής γνωμοδότησης του ανώτατου δικαστηρίου του οικείου κράτους μέλους με την οποία υποδεικνύεται στα κατώτερα δικαστήρια η προσέγγιση που πρέπει να ακολουθηθεί για να αναγνωριστεί το κύρος ή η ισχύς μιας σύμβασης μεταξύ των συμβαλλομένων, όταν η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που αφορά το κύριο αντικείμενό της.
Δεύτερον, κατά το Δικαστήριο, ο αρμόδιος εθνικός δικαστής επιτρέπεται να αποφασίσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που θα βρίσκονταν οι συμβαλλόμενοι σε δανειακή σύμβαση αν η σύμβαση αυτή δεν είχε συναφθεί, διότι ρήτρα της εν λόγω σύμβασης που αφορά το κύριο αντικείμενό της πρέπει να κριθεί καταχρηστική δυνάμει της ως άνω οδηγίας, εξυπακουομένου ότι, αν η επαναφορά αυτή αποδειχθεί αδύνατη, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να διασφαλίσει ότι ο καταναλωτής θα βρεθεί εν τέλει στην κατάσταση στην οποία θα τελούσε αν δεν είχε υπάρξει η ρήτρα που κρίθηκε καταχρηστική.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA