Δημοσιεύθηκε ο νόμος για τις ψηφιακές συμβάσεις (Ν. 4967/2022)
Αλλαγές στον Αστικό Κώδικα, ώστε να συμμορφώνεται με τις Οδηγίες για τις ψηφιακές συμβάσεις (2019/770 και 2019/771) και να ανταποκρίνεται πληρέστερα στην ψηφιακή οικονομία
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Ν. 4967/2022 με τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών (L 136), καθώς και της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ, και την κατάργηση της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ (L 136) και λοιπές διατάξεις».
Με τον νέο αυτό νόμο, επέρχονται αλλαγές στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί πώλησης, ώστε να συμμορφώνονται με τις Οδηγίες για τις ψηφιακές συμβάσεις (2019/770 και 2019/771) και να ανταποκρίνονται πληρέστερα στην ψηφιακή οικονομία.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτού, σκοπός του νόμου είναι η δημιουργία ενός νομικού πλαισίου για την παροχή ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των σύγχρονων συναλλαγών και των συναλλασσομένων, και ο εκσυγχρονισμός του δικαίου της πώλησης του Αστικού Κώδικα, με έμφαση στην ψηφιακή διάσταση των οικείων συμβάσεων.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, οι διατάξεις περί πώλησης του Αστικού Κώδικα χρήζουν τροποποίησης, προκειμένου να ενσωματωθούν οι αλλαγές που προβλέπονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/771. Περαιτέρω, απαιτείται η εισαγωγή στην ελληνική έννομη τάξη κανόνων που αφορούν στις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/771.
Πιο συγκεκριμένα, η Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 αντικαθιστά την Οδηγία 1999/44 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη με τον ν. 3043/2002 (Α’ 192), ο οποίος επέφερε ουσιώδεις τροποποιήσεις στις διατάξεις των άρθρων 534 έως 572 του ΑΚ.
Κατά το άρθρο 4 αμφοτέρων των Οδηγιών, τα κράτη μέλη δεν μπορούν καταρχήν να υιοθετούν στο εθνικό δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Αυτό ισχύει τόσο για εθνικές διατάξεις που διευρύνουν όσο και για εθνικές διατάξεις που απομειώνουν το επίπεδο προστασίας του καταναλωτή (αγοραστή) που διασφαλίζεται με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας.
Υιοθετείται δηλαδή το μοντέλο της μέγιστης ή πλήρους εναρμόνισης. Πρόκειται για σημαντική μεταβολή σε σύγκριση με την Οδηγία 1999/44, που ακολουθούσε το πρότυπο της ελάχιστης εναρμόνισης. Η μεταβολή αυτή έχει επίδραση στην ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου των εθνικών ρυθμίσεων που πρέπει να θεσπισθούν. Έτσι, δεν είναι πλέον, για παράδειγμα, δυνατή η μη υιοθέτηση της προβλεπόμενης στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 ιεραρχικής διαβάθμισης των δικαιωμάτων του καταναλωτή (αγοραστή) σε περίπτωση ευθύνης του πωλητή για μη ανταπόκριση του πράγματος στη σύμβαση.
Το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών καταλαμβάνει αποκλειστικά συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ φυσικού ή νομικού προσώπου, που ενεργεί για σκοπούς που σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική δραστηριότητά του, το οποίο έχει την ιδιότητα του πωλητή ή του προμηθευτή αντίστοιχα, και καταναλωτή, ο οποίος έχει την ιδιότητα του αγοραστή ή του λήπτη αντίστοιχα, είναι δηλαδή περιορισμένο στο πεδίο πωλήσεων από επιχειρηματία προς καταναλωτή (Business to consumer - B2C). Ωστόσο, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 16 του προοιμίου της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 και 21 του προοιμίου της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771, είναι δυνατή η επέκταση των ρυθμίσεών τους σε συμβάσεις που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της.
Επομένως, η ενωσιακή ρύθμιση μπορεί να καταλάβει κάθε είδους σύμβαση πώλησης ή παροχής ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακών υπηρεσιών. Ενόψει αυτού αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού εάν η εθνική ρύθμιση πρέπει να ακολουθήσει το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 ή να το διευρύνει, ώστε να καταλάβει κάθε σύμβαση πώλησης, ανεξάρτητα από την ιδιότητα των συμβαλλομένων.
Για μία σειρά από ουσιώδεις λόγους αποφασίστηκε η γενίκευση της ρύθμισης και η ενσωμάτωσή της στον Αστικό Κώδικα.
Ειδικότερα, με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αφενός μεν, μέσω της αποφυγής νομοθετικής διάσπασης, η συνοχή του εξωτερικού συστήματος του δικαίου των συμβάσεων, αφετέρου δε προστατεύεται και ενισχύεται η τελολογική και συστηματική ενότητα του δικαίου αυτού.
Επιπλέον, στη λύση αυτή συνηγορεί η υφιστάμενη ενσωμάτωση της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ στον Αστικό Κώδικα, οι διατάξεις της οποίας, σε μεγάλο βαθμό, επαναλαμβάνονται, τροποποιούνται ή συμπληρώνονται με τις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771.
Κρίθηκε λοιπόν ότι με ευκαιρία την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 πρέπει να επικαιροποιηθούν οι διατάξεις του κεφαλαίου της πώλησης του Αστικού Κώδικα, ώστε να ανταποκρίνονται πληρέστερα στην ψηφιακή οικονομία και να ρυθμίζεται κατά τρόπο ενιαίο κάθε πώληση, ανεξαρτήτως της ιδιότητας των συμβαλλομένων ως εμπόρων ή καταναλωτών.
Στο αντικειμενικό πεδίο της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771, όπως εξάλλου και σε αυτό της καταργούμενης Οδηγίας 1999/44/ΕΚ, εμπίπτουν συμβάσεις πώλησης, καθώς και συμβάσεις για την προμήθεια αγαθών που πρόκειται να κατασκευασθούν ή να παραχθούν.
Ως προς την πρώτη περίπτωση ισχύουν σε κάθε περίπτωση τα άρθρα 513 επ. ΑΚ.
Αντίθετα, μία σύμβαση για την προμήθεια αγαθού που πρόκειται να κατασκευασθεί ή να παραχθεί, μπορεί να υπαχθεί κατά περίπτωση στον τύπο της πώλησης ή σε άλλο συμβατικό τύπο, όπως ιδίως σε εκείνον της σύμβασης έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ).
Ως προς τη δεύτερη περίπτωση τέθηκε το ερώτημα εάν πρέπει η απαιτούμενη εναρμόνιση του εθνικού δικαίου να γίνει στον Αστικό Κώδικα ή σε ειδικό νομοθέτημα, με περιορισμένο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής (B2C). Προκειμένου να αποφευχθεί μία δραστική επέμβαση στο δίκαιο της σύμβασης έργου του ΑΚ επ’ αφορμή μίας ενωσιακής ρύθμισης, που ως κύριο αντικείμενο έχει τη σύμβαση πώλησης, αποφασίστηκε να υιοθετηθεί η δεύτερη λύση.
Ενόψει των ανωτέρω, αποφασίστηκε το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 να ενσωματωθεί στον Αστικό Κώδικα και ειδικότερα στα άρθρα 513 επ., ενώ κάποιες μεμονωμένες ρυθμίσεις να εισαχθούν στον ν. 2251/1994, που αφορά στην προστασία του καταναλωτή.
Δείτε αναλυτικά τον Ν. 4967/2022.