ΕΔΔΑ: Μη νόμιμη η απόρριψη αίτησης ακύρωσης από το ΣτΕ λόγω εκπρόθεσμης συμπλήρωσης του δικαστικού παραβόλου, κατόπιν παραπομπής από το Διοικητικό Εφετείο
Μη ενημέρωση από το ΣτΕ για την παραλαβή του φακέλου για την έναρξη προθεσμίας - Παραβίαση δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο
Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προσέφυγε εταιρεία κατά της Ελλάδας, για το ζήτημα της απόρριψης από το Συμβούλιο της Επικρατείας αίτησης ακύρωσης, κατόπιν παραπομπής σε αυτό, λόγω εκπρόθεσμης συμπλήρωσης των δικαστικών τελών (υπόθεση Θεόδωρος Βαβουλάς και ΣΙΑ Ο.Ε. κατά Ελλάδας, προσφυγή αριθ. 27916/19).
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, κατά παράβαση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, απορρίφθηκε η αίτηση ακύρωσης για αυτό το λόγο, αφού δεν έλαβε χώρα ενημέρωση από το Συμβούλιο της Επικρατείας για την παραλαβή του φακέλου και την έναρξη της προθεσμίας. Ελλείψει οποιασδήποτε πληροφορίας όσον αφορά το χρόνο παραλαβής του φυσικού φακέλου από το ΣτΕ, ήταν πρακτικά αδύνατο για την προσφεύγουσα εταιρεία να υπολογίσει την προθεσμία του ενός μηνός που έπρεπε να τηρηθεί για την έγκαιρη συμπλήρωση του οφειλόμενου δικαστικού παραβόλου.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η προσφυγή αφορά την απόρριψη της αίτησης ακύρωσης της προσφεύγουσας εταιρείας, λόγω καθυστερημένης συμπλήρωσης των δικαστικών τελών, μετά την παραπομπή της υπόθεσης από το Διοικητικό Εφετείο στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Πιο αναλυτικά, τον Μάιο του 2012 η προσφεύγουσα εταιρεία άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά της υπουργικής απόφασης με την οποία ανακλήθηκε μέρος της επιχορήγησης που είχε λάβει, καταβάλλοντας ταυτόχρονα τα δικαστικά έξοδα ύψους 100 ευρώ. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι, κατόπιν πρόσφατης αλλαγής της νομοθεσίας, η προσφυγή θα έπρεπε να είχε κατατεθεί ως αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και παρέπεμψε την υπόθεση σε αυτό, για την οποία τα δικαστικά έξοδα ανέρχονται σε 150 ευρώ.
Η υπόθεση εκδικάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2014 και ΣτΕ εξέδωσε την απόφαση αριθ. 3574/2016, με την οποία σημείωσε ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε καταβάλει το υπόλοιπο μέρος του τέλους στις 15 Νοεμβρίου 2013, αντί να το πράξει μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2013. Ανέβαλε την υπόθεση προκειμένου να ακουστούν ο εισηγητής και οι διάδικοι για το θέμα της εκπρόθεσμης συμπλήρωσης των δικαστικών τελών. Μετά από νέα ακρόαση τον Δεκέμβριο του 2015, το ΣτΕ εξέδωσε στις 5 Φεβρουαρίου 2019 την υπ' αριθμ. 250/2019 απόφαση με την οποία απέρριψε την αίτηση ακύρωσης λόγω εκπρόθεσμης καταβολής των δικαστικών τελών.
Η προσφεύγουσα εταιρεία κατήγγειλε ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι στερήθηκε το δικαίωμά της να προσφύγει σε δικαστήριο, κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, λόγω της τυπικής απόρριψης της αίτησης ακύρωσης.
Τα ερωτήματα τα οποία έθεσε το ΕΔΔΑ είναι τα ακόλουθα:
1. Είχε η προσφεύγουσα εταιρεία αποτελεσματική πρόσβαση σε δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, για να αμφισβητήσει τη μερική ανάκληση της επιχορήγησης που της είχε χορηγηθεί ενόψει της απόρριψης της αιτήσεώς της για ακύρωση;
2. Εάν η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι αρνητική, τότε ήταν δικαιολογημένος ο περιορισμός που επιβλήθηκε στην πρόσβαση στο δικαστήριο στην περίπτωση της προσφεύγουσας εταιρείας; Ειδικότερα, επιδίωκε θεμιτό σκοπό και υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού;
Η κρίση του ΕΔΔΑ
Αρχικά, το ΕΔΔΑ εξέτασε κατά πόσον οι δικονομικοί κανόνες που πρέπει να τηρηθούν θα μπορούσαν να θεωρηθούν «προβλέψιμοι», από την άποψη του διαδίκου. Το κριτήριο της προβλεψιμότητας ικανοποιείται όταν υπάρχει συνεκτική εγχώρια δικαστική πρακτική και συνεπής εφαρμογή της πρακτικής αυτής από την πλευρά των εγχώριων δικαστηρίων.
Εν προκειμένω, η απόρριψη ως απαράδεκτης της αίτησης ακύρωσης της προσφεύγουσας εταιρείας βασίστηκε σε νομολογιακό κανόνα που στηρίζεται στην πάγια νομολογία του ΣτΕ, η οποία συνίσταται στην συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 35 και 36 του προεδρικού διατάγματος 18/1989. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, η προθεσμία ενός μηνός για τη συμπλήρωση του οφειλόμενου δικαστικού τέλους θα μπορούσε να αρχίσει να τρέχει από τρεις εναλλακτικές αφετηρίες:
(α) από την κοινοποίηση στον προσφεύγοντα της απόφασης παραπομπής
(β) από τη στιγμή που ο φυσικός φάκελος έφθασε στο ΣτΕ, εάν η τελευταία έλαβε χώρα μετά την κοινοποίηση της απόφασης παραπομπής ή
(γ) από την κοινοποίηση στον προσφεύγοντα της ημερομηνίας της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του ΣτΕ, εάν δεν μπορούσε να προκύψει από τον φάκελο της υπόθεσης πότε ο φυσικός φάκελος έφθασε σε αυτό ή εάν δεν μπορούσε να εξακριβωθεί εάν η κοινοποίηση στον προσφεύγοντα της απόφασης παραπομπής ήταν νόμιμη.
Στην προκειμένη περίπτωση, το ΣτΕ έκρινε ότι η εν λόγω προθεσμία άρχισε να τρέχει όταν ο φυσικός φάκελος έφθασε στη γραμματεία του δικαστηρίου, καθώς αυτό συνέβη μετά την επίδοση της απόφασης παραπομπής στον προσφεύγοντα.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ούτε από τις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης ούτε από οποιοδήποτε άλλο υλικό που τέθηκε υπόψη του, προέκυψε ότι υπάρχει θεσμοθετημένη διαδικασία που διασφαλίζει την ενημέρωση του προσφεύγοντος για την παραλαβή του φυσικού φακέλου από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. Η προσφεύγουσα εταιρεία ενημερώθηκε επισήμως ότι ο φυσικός φάκελος είχε φθάσει στο ΣτΕ όταν της επιδόθηκε η ειδοποίηση της προγραμματισμένης ακρόασης, σε χρόνο κατά τον οποίο η προθεσμία είχε ήδη παρέλθει και ενώ η προσφεύγουσα εταιρεία είχε συμπληρώσει, με δική της πρωτοβουλία, το δικαστικό παράβολο που όφειλε. Πριν από αυτό, η αποστολή και η παραλαβή του φυσικού φακέλου από το ΣτΕ φαίνεται ότι αποτέλεσε αντικείμενο μιας αποκλειστικά εσωτερικής διαδικασίας.
Ελλείψει οποιασδήποτε πληροφορίας όσον αφορά το χρόνο παραλαβής του φυσικού φακέλου από το ΣτΕ, ήταν πρακτικά αδύνατο για την προσφεύγουσα εταιρεία να υπολογίσει την προθεσμία του ενός μηνός που έπρεπε να τηρηθεί για την έγκαιρη συμπλήρωση του οφειλόμενου δικαστικού παραβόλου.
Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι, στο μέτρο που η απόφαση παραπομπής είχε ούτως ή άλλως επιδοθεί στην προσφεύγουσα εταιρεία σε προγενέστερο στάδιο, θα έπρεπε να επιδείξει επιμέλεια, επικοινωνώντας ενδεχομένως με τη γραμματεία του δικαστηρίου και ζητώντας πληροφορίες σχετικά με το πότε επρόκειτο να παραληφθεί ο φάκελος της υπόθεσης.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία που επικαλέστηκε η Κυβέρνηση, η ενημέρωση των διαδίκων σχετικά με την υποχρέωσή τους να συμπληρώσουν τα δικαστικά τέλη είχε λάβει χώρα όταν ο φάκελος της υπόθεσης είχε παραληφθεί από το ΣτΕ. Τέτοια ενημέρωση δεν έλαβε χώρα στην παρούσα υπόθεση. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η προσφεύγουσα εταιρεία θα μπορούσε δικαιολογημένα να αναμένει ότι θα λάμβανε ειδοποίηση, προκειμένου να προχωρήσει στην επίμαχη ολοκλήρωση. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα εταιρεία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενήργησε εξ αμελείας επειδή δεν επικοινώνησε με τη γραμματεία του δικαστηρίου με δική της πρωτοβουλία.
Κατόπιν των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι επιβλήθηκε στην αιτούσα εταιρεία υποχρέωση την οποία δεν μπορούσε πρακτικά να τηρήσει. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η καθυστερημένη συμπλήρωση του σχετικού δικαστικού παραβόλου (50 ευρώ) από την προσφεύγουσα εταιρεία είχε ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες, ήτοι την απόρριψη ολόκληρης της αίτησης ως απαράδεκτης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το προσβαλλόμενο μέτρο ήταν δυσανάλογο σε σχέση με τον σκοπό της διασφάλισης της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Πηγή: hudoc.echr.coe.int