logo-print

Ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων στην ΕΕ, δημόσια υγειονομική περίθαλψη και οικονομικά ανενεργοί πολίτες της Ένωσης

Ενδιαφέρουσα απόφαση Δικαστηρίου ΕΕ: “Πολίτες της Ένωσης οικονομικά ανενεργοί που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος από αυτό της καταγωγής του έχουν δικαίωμα να υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους υποδοχής”

16/07/2021

16/07/2021

Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές εργασιακές σχέσεις - Ε έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΕΡΔΕΛΗΣ

Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο - 6η έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 15-07-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επιβεβαίωσε ότι οι πολίτες της Ένωσης που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα και κατοικούν σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής τους έχουν το δικαίωμα να υπάγονται στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας του κράτους μέλους υποδοχής, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στις παροχές ιατρικής περίθαλψης που χρηματοδοτούνται από το κράτος αυτό.

Ωστόσο, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει υποχρέωση δωρεάν ασφάλισης στο εν λόγω σύστημα.

Ιστορικό της υπόθεσης

Ο A, Ιταλός υπήκοος του οποίου η σύζυγος είναι Λεττονή υπήκοος, έφυγε από την Ιταλία και εγκαταστάθηκε στη Λεττονία για να ζήσει μαζί με τη σύζυγό του και τα δύο ανήλικά τέκνα τους.

Λίγο μετά την άφιξή του στη Λεττονία, στις 22 Ιανουαρίου 2016, ζήτησε από τον Latvijas Nacionālais veselības dienests (εθνικό οργανισμό υγείας, Λεττονία) να υπαχθεί στο λεττονικό δημόσιο σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης ασθενείας. Η αίτησή του απορρίφθηκε με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2016, η οποία επικυρώθηκε από το υπουργείο Υγείας, με την αιτιολογία ότι ο A δεν ενέπιπτε σε καμία από τις κατηγορίες δικαιούχων ιατρικής περίθαλψης χρηματοδοτούμενης από το κράτος, καθόσον δεν ήταν ούτε μισθωτός ούτε ελεύθερος επαγγελματίας στη Λεττονία.

Μετά την απόρριψη της προσφυγής του κατά της απορριπτικής απόφασης των λεττονικών αρχών, ο A άσκησε προσφυγή ενώπιον του Administratīvā apgabaltiesa (περιφερειακού διοικητικού εφετείου, Λεττονία), το οποίο εξέδωσε επίσης απορριπτική απόφαση.

Στο πλαίσιο αυτό, το Augstākā tiesa (Senāts) (Ανώτατο Δικαστήριο, Λεττονία), ενώπιον του οποίου άσκησε αναίρεση ο A, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με το αν η απόρριψη της αίτησης του A από τις λεττονικές αρχές ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης περί ιθαγένειας και περί κοινωνικής ασφάλισης.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 [κανονισμός για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 988/2009] σε παροχές ιατρικής περίθαλψης όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι παροχές χρηματοδοτούμενες από το κράτος, οι οποίες χορηγούνται, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εξατομικευμένη και κατά διακριτική ευχέρεια στάθμιση των προσωπικών αναγκών, στα πρόσωπα που εμπίπτουν στις κατηγορίες δικαιούχων, όπως αυτές ορίζονται από την εθνική νομοθεσία, συνιστούν «παροχές ασθένειας», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004. Οι παροχές αυτές εμπίπτουν, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού και δεν αποτελούν παροχές «κοινωνικής πρόνοιας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης», οι οποίες εξαιρούνται από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε κατ’ ουσίαν εάν το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ [οδηγία σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών] αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία αποκλείει από το δικαίωμα υπαγωγής στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας του κράτους μέλους υποδοχής, το οποίο εξασφαλίζει πρόσβαση σε παροχές ιατρικής περίθαλψης χρηματοδοτούμενες από το κράτος αυτό, τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα, είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους και υπάγονται στη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του κανονισμού, και οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα διαμονής τους στο έδαφος του εν λόγω κράτους σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 11, στοιχείο β΄, της οδηγίας.

Συναφώς, το Δικαστήριο επεσήμανε, κατ’ αρχάς, ότι, στο πλαίσιο του συστήματος κανόνων συγκρούσεως που θεσπίζει το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 με σκοπό τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας για την πρόσβαση στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης, τα πρόσωπα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα υπάγονται κατ’ αρχήν στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας τους.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες γεννάται το δικαίωμα υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις ισχύουσες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, οι κανόνες συγκρούσεως που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 είναι δεσμευτικοί για τα κράτη μέλη, τα οποία δεν έχουν, συνεπώς, την ευχέρεια να καθορίζουν εάν και κατά πόσον εφαρμόζεται η δική τους νομοθεσία ή η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους.

Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αρνούνται, βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, την υπαγωγή στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας ενός πολίτη της Ένωσης ο οποίος υπάγεται στη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 περί καθορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε τον αντίκτυπο που έχουν στην υπαγωγή στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους υποδοχής οι διατάξεις της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, και ιδίως το άρθρο της 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και μικρότερο των πέντε ετών, ο πολίτης της Ένωσης που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα πρέπει, μεταξύ άλλων, να διαθέτει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας για τον εαυτό του και για τα μέλη της οικογένειάς του, προκειμένου να μην επιβαρύνει υπέρμετρα τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους αυτού.

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον συνδέονται μεταξύ τους η εν λόγω προϋπόθεση διαμονής σύμφωνα με την οδηγία 2004/38/ΕΚ και η υποχρέωση ασφάλισης που απορρέει από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να προβλέπει ότι η πρόσβαση ενός μη ενεργού οικονομικά πολίτη στο σύστημα ασφάλισης δεν θα είναι δωρεάν, προκειμένου ο πολίτης αυτός να μην επιβαρύνει υπέρμετρα τα δημόσια οικονομικά του εν λόγω κράτους μέλους.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να εξαρτά την υπαγωγή στο δημόσιο σύστημά του ασφάλισης ασθενείας ενός μη ενεργού οικονομικά πολίτη της Ένωσης, ο οποίος διαμένει στο έδαφός του βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, από προϋποθέσεις όπως είναι η απόκτηση ή η διατήρηση από τον εν λόγω πολίτη πλήρους ιδιωτικής ασφάλισης ασθενείας, διά της οποίας θα μπορούν να αποδοθούν στο κράτος μέλος οι δαπάνες υγείας στις οποίες υπόκειται προς όφελος του πολίτη αυτού, ή η χρηματική συνεισφορά του πολίτη στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας του εν λόγω κράτους μέλους. Στο πλαίσιο αυτό, πάντως, εναπόκειται στο κράτος μέλος υποδοχής να μεριμνά ώστε να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας και, επομένως, να μην καθίσταται υπερβολικά δυσχερής για τον πολίτη αυτόν η τήρηση των σχετικών προϋποθέσεων.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο  β΄, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία αποκλείει από το δικαίωμα υπαγωγής στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας του κράτους μέλους υποδοχής, το οποίο εξασφαλίζει πρόσβαση στις παροχές ιατρικής περίθαλψης που χρηματοδοτούνται από το κράτος αυτό, τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα, είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους και υπάγονται στη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, βάσει του κανονισμού, και οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα διαμονής τους στο έδαφος του εν λόγω κράτους σύμφωνα με την οδηγία.

Αντιθέτως, οι εν λόγω διατάξεις δεν αντιτίθενται στην επί πληρωμή υπαγωγή των πολιτών της Ένωσης στο προαναφερθέν σύστημα, προκειμένου οι πολίτες αυτοί να μην επιβαρύνουν υπέρμετρα τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους υποδοχής.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η έναρξη της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ