logo-print

Ευρ. ένταλμα σύλληψης: Ενδιαφέρουσα απόφαση του ΔΕΕ για το πότε είναι επιτρεπτή η μη εκτέλεση του εντάλματος, προκειμένου η ποινή να εκτελεστεί στο κράτος κατοικίας του προσώπου το οποίο αφορά το ένταλμα

Προϋποθέσεις για την εκ μέρους του κράτους εκτέλεσης ανάληψη της εκτέλεσης της ποινής – Συνέπειες της μη διαβίβασης – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας – Υποχρέωση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης

08/09/2025

10/09/2025

Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας 2η έκδοση- καλλιτεχνικό

ΜΠΙΤΖΙΛΕΚΗΣ Ν.

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία - Β έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 04.09.2025 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι μια δικαστική αρχή δεν δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και να αναλάβει η ίδια την εκτέλεση της ποινής χωρίς τη συγκατάθεση του κράτους που εξέδωσε το ένταλμα.

Σύμφωνα με το ΔΕΕ, χωρίς τη συγκατάθεση αυτή, το κράτος έκδοσης του εντάλματος μπορεί να διατηρήσει σε ισχύ το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και να εκτελέσει το ίδιο την ποινή στο έδαφός του.

Σημειώνεται ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι μια απλοποιημένη δικαστική διαδικασία η οποία προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης και καθιστά δυνατή τη σύλληψη ενός προσώπου στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται και την παράδοσή του στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα, προκειμένου να του ασκηθεί εκεί δίωξη ή να εκτελεσθεί εκεί η ποινή στην οποία καταδικάστηκε το εν λόγω πρόσωπο. Στον τομέα αυτόν, οι αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνώρισης αποτελούν τη βάση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και καθιερώνουν έναν σημαντικό κανόνα: τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Επομένως, η μη εκτέλεση ενός τέτοιου εντάλματος είναι δυνατή μόνον κατ’ εξαίρεση. 

Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους η μη εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, προκειμένου η ποινή να εκτελεστεί στο κράτος κατοικίας του προσώπου το οποίο αφορά το ένταλμα, είναι επιτρεπτή μόνον εφόσον η δικαστική αρχή εκτέλεσης τηρεί τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία σχετικά με την αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης και την ανάληψη της εκτέλεσης της εν λόγω ποινής, οι οποίες προβλέπονται από άλλη νομοθεσία της Ένωσης.

Ιστορικό της υπόθεσης

Το 2017 ένας Ρουμάνος υπήκοος καταδικάστηκε από το εφετείο Βουκουρεστίου σε ποινή φυλάκισης, με απόφαση η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 10 Νοεμβρίου 2020. 

Στις 25 Νοεμβρίου 2020 το ως άνω δικαστήριο εκδίδει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε βάρος του εν λόγω προσώπου με σκοπό την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης. 

Στις 29 Δεκεμβρίου 2020 το πρόσωπο αυτό συλλαμβάνεται στην Ιταλία. 

Ωστόσο, οι ιταλικές δικαστικές αρχές αρνούνται να παραδώσουν το εν λόγω πρόσωπο στις ρουμανικές αρχές. Αντιθέτως, οι ιταλικές δικαστικές αρχές αποφασίζουν να αναγνωρίσουν την καταδικαστική απόφαση του εφετείου Βουκουρεστίου και να εκτελέσουν την ποινή στην Ιταλία. Συγκεκριμένα, εκτιμούν ότι τούτο θα αύξανε τις πιθανότητες κοινωνικής επανένταξης του ενδιαφερομένου, ο οποίος κατοικούσε νομίμως και πραγματικά στην Ιταλία. 

Επιπλέον, οι ιταλικές δικαστικές αρχές αφαιρούν από την αρχική διάρκεια της ποινής τις περιόδους κράτησης που έχουν ήδη εκτιθεί στην Ιταλία και διατάσσουν κατ’ οίκον περιορισμό με ταυτόχρονη αναστολή. 

Οι ρουμανικές δικαστικές αρχές αντιτίθενται τόσο στην αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης όσο και στην εκτέλεσή της στην Ιταλία. Υποστηρίζουν ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε σε βάρος του Ρουμάνου υπηκόου εξακολουθεί να ισχύει. Ως εκ τούτου, κατά τις ρουμανικές αρχές, το εν λόγω πρόσωπο πρέπει να παραδοθεί και η ποινή του πρέπει να εκτελεστεί όχι στην Ιταλία, αλλά στη Ρουμανία.

Επιληφθέν της διαφοράς, το εφετείο Βουκουρεστίου αποφασίζει να ζητήσει από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, ειδικότερα, αν η άρνηση παράδοσης προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής προϋποθέτει ότι το κράτος έκδοσης του εντάλματος έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του στην εκτέλεση της ποινής σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, το ως άνω δικαστήριο διερωτάται αν, σε περίπτωση που το κράτος έκδοσης δεν έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για την ανάληψη της εκτέλεσης σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης στον τομέα αυτόν, διατηρεί το δικαίωμα να εκτελέσει την ποινή και, επομένως, να διατηρήσει σε ισχύ το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ότι η άρνηση εκτέλεσης αποτελεί εξαίρεση, η οποία πρέπει πάντοτε να ερμηνεύεται στενά.

Επομένως, οι δικαστικές αρχές του κράτους μέλους που αρνείται την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης προκειμένου η ποινή να εκτελεστεί στο έδαφος του ίδιου αυτού κράτους πρέπει να λαμβάνουν τη συγκατάθεση των αρχών του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος όσον αφορά την ανάληψη της εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε εντός του τελευταίου αυτού κράτους. Η συγκατάθεση αυτή προϋποθέτει τη διαβίβαση στο κράτος μέλος εκτέλεσης της καταδικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε στο κράτος μέλος έκδοσης, συνοδευόμενης από ένα πιστοποιητικό. Χωρίς τη συγκατάθεση αυτή, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη της εκτέλεσης και το πρόσωπο το οποίο αφορά το ένταλμα πρέπει να παραδοθεί. Πράγματι, ο σκοπός της αύξησης των πιθανοτήτων κοινωνικής επανένταξης, τον οποίο επικαλούνται οι ιταλικές αρχές, δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, πρέπει δε να συμβιβάζεται με τον κανόνα κατά τον οποίο τα κράτη μέλη εκτελούν κατ’ αρχήν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

Λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών λειτουργιών της ποινής εντός της κοινωνίας, τα όργανα του κράτους μέλους στο οποίο ένα πρόσωπο καταδικάστηκε μπορούν θεμιτώς να στηριχθούν σε επιχειρήματα αντεγκληματικής πολιτικής προκειμένου να δικαιολογήσουν την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής στο έδαφός του, αρνούμενα, κατά συνέπεια, να διαβιβάσουν την καταδικαστική απόφαση και το πιστοποιητικό για την εκτέλεση της ποινής σε άλλο κράτος μέλος. Εν πάση περιπτώσει, σε περίπτωση άρνησης εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά παράβαση των ουσιωδών προϋποθέσεων και της διαδικασίας που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, το εν λόγω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εξακολουθεί να ισχύει και το κράτος έκδοσης του εντάλματος διατηρεί το δικαίωμα να εκτελέσει στο έδαφός του την επιβληθείσα ποινή.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Οικογενειακό Δίκαιο 9η έκδοση
Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο - 3η έκδοση
send