logo-print

Η Ανταρκτική ως «μήλον της έριδος» στην ατέρμονη διαμάχη αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΕ και κρατών μελών

Δικαστήριο ΕΕ: Συντρέχουσα αρμοδιότητα κατά τη λήψη των αποφάσεων στο πλαίσιο του συστήματος διεθνών συνθηκών για την Ανταρκτική

29/11/2018

29/11/2018

Διεθνής Εμπορική Διαιτησία Τόμος ΙΙ
Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 20-11-2018 απόφασή του σε δύο συνεκδικασθείσες υποθέσεις επί προσφυγής ακυρώσεως την οποία άσκησε η Επιτροπή κατά δύο αποφάσεων του Συμβουλίου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι οι αποφάσεις στο πλαίσιο των διεθνών συνθηκών σχετικά με την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας της Ανταρκτικής θα πρέπει να λαμβάνονται από κοινού μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε αυτές τις συνθήκες.

Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η δημιουργία προστατευόμενων θαλασσίων ζωνών στην Ανταρτική δεν θα πρέπει να προτείνεται στην Επιτροπή για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μόνον.

Είναι δε ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός πως το Δικαστήριο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις από 31-05-2018 δημοσιευθείσες προτάσεις της γενικής εισαγγελέως ΔΕΕ Juliane Kokott, η οποία είχε προτείνει στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι οι δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου πρέπει να ακυρωθούν στο μέτρο που ορίζουν ότι η Ένωση δεν μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο πλαίσιο της Επιτροπής για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής μόνη της, αλλά μόνον εξ ονόματος τόσο της Ένωσης όσο και των κρατών μελών της.

Ιστορικό της υπόθεσης

Η Συνθήκη της Ανταρκτικής, η οποία υπεγράφη στην Ουάσινγκτον την 1η Δεκεμβρίου 1959, θέτει τις βάσεις του συστήματος των διεθνών συμβάσεων που ισχύουν για την Ανταρκτική. Η εν λόγω συνθήκη προβλέπει ιδίως ότι τα μέρη που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις θα συνεδριάζουν, προκειμένου να μελετήσουν, να συζητήσουν και να προτείνουν μέτρα σχετικά με την προστασία και τη διατήρηση της χλωρίδας και της πανίδας στην Ανταρκτική. Από τα είκοσι συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης, μόνο δώδεκα έχουν το καθεστώς των συμβαλλόμενων μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις, έχοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα να μετέχουν στη λήψη αποφάσεων κατά τις συνεδριάσεις των συμβαλλομένων μερών.

Οι υποθέσεις αφορούν τη λήψη μέτρων προστασίας για τα θαλάσσια ύδατα της Ανταρκτικής και ιδίως για τη δημιουργία περισσότερων προστατευόμενων θαλασσίων ζωνών, η οποία συζητείται εδώ και κάποια χρόνια στο πλαίσιο των ετήσιων συνεδριάσεων της Επιτροπής για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής (ή αλλιώς, Επιτροπή CAMLR), η οποία συνεστήθη με τη Σύμβαση περί της διατήρησης της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας της Ανταρκτικής, η οποία υπογράφηκε στην Καμπέρα στις 20 Μαΐου 1980 (ή αλλιώς, Σύμβαση της Καμπέρας). Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης της Καμπέρας καθώς και δώδεκα κράτη μέλη.

Το Συμβούλιο εξέδωσε δύο αποφάσεις: η πρώτη, η οποία περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα του προέδρου της Επιτροπής των Μόνιμων Αντιπροσώπων της 11ης Σεπτεμβρίου 2015, εγκρίνει την υποβολή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, στην Επιτροπή CAMLR ενός εγγράφου προβληματισμού σχετικά με μελλοντική πρόταση για τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ (χερσόνησος της Ανταρκτικής) (υπόθεση C-626/15), και η δεύτερη, της 10ης Οκτωβρίου 2016, εγκρίνει την υποβολή, εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, στην επιτροπή CAMLR, τριών προτάσεων για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών, καθώς και μίας προτάσεως για τη δημιουργία ειδικών ζωνών για την επιστημονική μελέτη του συγκεκριμένου θαλάσσιου χώρου, της κλιματικής αλλαγής και της τήξεως των παγετώνων (υπόθεση C-659/16).

Η Επιτροπή εμμένει, από την έκδοση των εν λόγων αποφάσεων, στην άποψη ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα θα έπρεπε να υποβληθούν στην επιτροπή CAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και μόνον, και όχι εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, διότι εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα που έχει η Ένωση, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, στον τομέα της διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας.

Η Επιτροπή με την ασκηθείσα προσφυγή της ζητάει, λοιπόν, από το Δικαστήριο να ακυρώσει τις εν λόγω δύο αποφάσεις. Υποστηρίζει ιδίως ότι ο κύριος σκοπός και το κύριο στοιχείο του εγγράφου προβληματισμού και των σχεδιαζόμενων μέτρων εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα που έχει η Ένωση στον τομέα της διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη της ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή καλύπτει την έκδοση κάθε εγγράφου ή τη λήψη κάθε μέτρου που αποσκοπεί στη διατήρηση των πόρων που συνδέονται με τη θάλασσα, ανεξαρτήτως του επιδιωκομένου σκοπού.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, δεδομένου ότι το έγγραφο και τα μέτρα αυτά έχουν ως κύριο σκοπό και στοιχείο την προστασία του περιβάλλοντος, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, αλλά στη συντρέχουσα αρμοδιότητα που έχει, κατ’ αρχήν, με τα κράτη μέλη στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, βεβαίως, το γεγονός και μόνον ότι μια ενέργεια της Ένωσης στη διεθνή σκηνή εμπίπτει σε συντρέχουσα μεταξύ της ίδιας και των κρατών μελών αρμοδιότητα δεν αποκλείει τη δυνατότητα επιτεύξεως στο εσωτερικό του Συμβουλίου της απαιτούμενης πλειοψηφίας προκειμένου η Ένωση να ασκήσει μόνη της αυτήν την εξωτερική αρμοδιότητα. Εντούτοις, οσάκις η Ένωση αποφασίζει να ασκήσει τις αρμοδιότητές της, τότε οι αρμοδιότητες αυτές πρέπει να ασκούνται τηρουμένου του διεθνούς δικαίου. Εν προκειμένω, στο ειδικό πλαίσιο του συστήματος των διεθνών συμβάσεων για την Ανταρκτική, η εκ μέρους της Ένωσης άσκηση της επίμαχης στις υπό κρίση υποθέσεις εξωτερικής αρμοδιότητας η οποία θα απέκλειε τα κράτη μέλη δεν θα ήταν σύμφωνη προς το διεθνές δίκαιο.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο συνάγει ότι εάν τυχόν επιτραπεί στην Ένωση να κάνει χρήση, στο πλαίσιο της επιτροπής CAMLR, της ευχέρειας που διαθέτει να ενεργεί χωρίς τη σύμπραξη των κρατών μελών της σε τομέα συντρέχουσας αρμοδιότητας, μολονότι, αντιθέτως προς την ίδια, ορισμένα εξ αυτών έχουν το καθεστώς των συμβαλλομένων μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις της Συνθήκης της Ανταρκτικής, τότε θα δημιουργείτο ο κίνδυνος, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης θέσεως της Συμβάσεως της Καμπέρας στο σύστημα των συμβάσεων για την Ανταρκτική, να υπονομευθούν οι ευθύνες και οι εξουσίες των εν λόγω μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις, γεγονός που θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη συνοχή του εν λόγω συστήματος συμβάσεων και, εν τέλει, θα αντέβαινε προς τις διατάξεις της Συμβάσεως της Καμπέρας.

Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθ’ ού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Εργατικό Ποινικό Δίκαιο
Αγωγή περί κλήρου
send