Μεταναστευτική πολιτική: Η παράνομη είσοδος υπηκόου τρίτης χώρας με τη συνοδεία ανηλίκου τέκνου του οποίου ασκεί την επιμέλεια δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου (Δικαστήριο ΕΕ)
Διάταξη ενδοτικού δικαίου η οποία απαλλάσσει από την ποινική ευθύνη πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε πράξεις υποβοήθησης της παράνομης εισόδου στο έδαφος κράτους μέλους για ανθρωπιστικούς λόγους – Αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας των αξιοποίνων πράξεων και των ποινών
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 03.06.2025 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος εισέρχεται παρανόμως στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή για υποβοήθηση παράνομης εισόδου για τον λόγο και μόνον ότι συνοδεύεται από το ανήλικο παιδί του.
Πράγματι, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ο εν λόγω γονέας ανταποκρίνεται απλώς στην ευθύνη που φέρει έναντι του παιδιού.
Ιστορικό της υπόθεσης
Τον Αύγουστο του 2019, μια υπήκοος τρίτης χώρας παρουσιάστηκε στα σύνορα, κατά την άφιξη στον αερολιμένα της Μπολόνια (Ιταλία) πτήσης προερχόμενης από τρίτη χώρα, συνοδευόμενη από την κόρη και την ανιψιά της που ήταν ανήλικες και είχαν την ίδια με αυτή ιθαγένεια, κάνοντας χρήση πλαστών διαβατηρίων. Συνελήφθη και εις βάρος της ασκήθηκε ποινική δίωξη για υποβοήθηση παράνομης εισόδου. Κατά δήλωσή της, είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της λόγω απειλών κατά της ζωής που δεχόταν η ίδια και η οικογένειά της από τον πρώην σύντροφό της. Φοβούμενη για τη σωματική ακεραιότητα της κόρης της και της ανιψιάς της, της οποίας είχε την πραγματική επιμέλεια κατόπιν του θανάτου της μητέρας του παιδιού, τις πήρε μαζί της. Λίγο αργότερα υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, το πλημμελειοδικείο της Μπολόνια απευθύνθηκε στο Δικαστήριο.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η εν λόγω συμπεριφορά στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, ήτοι κατά την Οδηγία 2002/90/ΕΚ για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής, και κατά πόσον μπορεί να επισύρει ποινικές κυρώσεις.
Το Δικαστήριο απάντησε, πρώτον, ότι η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια δεν στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.
Πράγματι, με τη συμπεριφορά αυτή το εν λόγω πρόσωπο ανταποκρίνεται στην ευθύνη που υπέχει λόγω της οικογενειακής σχέσης που το συνδέει με τους ανήλικους και λόγω της ανάληψης της πραγματικής επιμέλειάς τους. Αντίθετη ερμηνεία θα συνεπαγόταν ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής και στα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σημείο που να θίγει το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η ως άνω ερμηνεία επιβάλλεται, εν προκειμένω, και υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος ασύλου. Πράγματι, δεδομένου ότι η ενδιαφερόμενη υπήκοος τρίτης χώρας υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως παρανόμως διαμένουσα μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς της σε πρώτο βαθμό, ούτε μπορούν να της επιβληθούν ποινικές κυρώσεις, είτε για τον λόγο ότι εισήλθε η ίδια παρανόμως στην επικράτεια είτε για τον λόγο ότι τη συνόδευσαν, κατά την είσοδό της, η κόρη και η ανιψιά της των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια.
Το Δικαστήριο απαντά, δεύτερον, ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που ποινικοποιεί μια τέτοια συμπεριφορά.
Πράγματι, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να βαίνουν πέραν του περιεχομένου του γενικού αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου όπως αυτό ορίζεται στο δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβάνοντας μη καλυπτόμενες από το δίκαιο της Ένωσης συμπεριφορές, κατά παράβαση του Χάρτη.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA