Πού ενάγεται η Ryanair για καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση καθυστέρησης πτήσης με βάση το δίκαιο ΕΕ;
Δικαστήριο ΕΕ: Για να ασκηθεί η αγωγή στο κράτος μέλος ενός υποκαταστήματός της, θα πρέπει αυτό να αποτελεί μέρος της έννομης σχέσης - Άλλως, η αγωγή ασκείται στην Ιρλανδία, τόπο της εταιρικής έδρας της
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 11-04-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις), δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει διαφορά σχετική με αγωγή αποζημιώσεως, η οποία ασκήθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 (για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης) και στρέφεται κατά αεροπορικής εταιρίας εδρεύουσας εντός άλλου κράτους μέλους, για τον λόγο ότι η εταιρία αυτή διαθέτει εντός της περιφέρειας του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου υποκατάστημα, εφόσον αυτό δεν αποτελούσε μέρος της έννομης σχέσεως μεταξύ της εταιρίας και του συγκεκριμένου επιβάτη.
Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι το η προβλεπόμενη και ρυθμιζόμενη στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 σιωπηρή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση, όπως αυτή της επίμαχης υποθέσεως, στο πλαίσιο της οποίας ο εναγόμενος δεν υπέβαλε παρατηρήσεις ή στην οποία δεν παρέστη.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η ZX αγόρασε μέσω διαδικτύου αεροπορικό εισιτήριο για πτήση που εκτελεί η Ryanair από το Πόρτο (Πορτογαλία) στη Βαρκελώνη (Ισπανία).
Με την αγωγή που άσκησε ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil n° 1 de Gerona (πρώτο εμποροδικείο Gerona, Ισπανία) δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004, η ενάγουσα της κύριας δίκης ζήτησε να της καταβληθεί αποζημίωση ύψους 250 ευρώ λόγω της καθυστερήσεως της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης πτήσεως.
Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η ενάγουσα της κύριας δίκης δεν κατοικεί ούτε διαμένει στην Ισπανία και ότι η εναγόμενη στην κύρια δίκη εταιρία εδρεύει στην Ιρλανδία και διαθέτει υποκατάστημα στη Gerona (Ισπανία).
Σύμφωνα με το άρθρο 58 του ισπανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, ο δικαστικός γραμματέας του αιτούντος δικαστηρίου κάλεσε τους διαδίκους της κύριας δίκης, καθώς και τον εισαγγελέα, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της ενδεχόμενης διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου.
Παρατηρήσεις υπέβαλε μόνον ο εισαγγελέας. Υποστήριξε ότι, εφόσον η διαφορά της κύριας δίκης δεν ενέπιπτε σε μία από τις περιπτώσεις αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας και δεδομένου ότι η εναγόμενη της κύριας δίκης δεν αντιτίθετο στην εκδίκαση της διαφοράς της κύριας δίκης από το εθνικό δικαστήριο, το τελευταίο έπρεπε να κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει την εν λόγω διαφορά, καθόσον μπορούσε να έχει τέτοια δικαιοδοσία βάσει σιωπηρής παρεκτάσεως.
Δεδομένου ότι η εναγομένη της κύριας δίκης διαθέτει υποκατάστημα στην πόλη Gerona, το εθνικό δικαστήριο διερωτάται εάν θα μπορούσε να έχει επίσης διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει τη διαφορά της κύριας δίκης και δυνάμει της ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του τόπου του υποκαταστήματος.
Το εθνικό δικαστήριο φρονεί ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί της ενδεχόμενης ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του με οριστική απόφαση περατώνουσα τη δίκη ή επί του παραδεκτού της αγωγής της ενάγουσας της κύριας δίκης και να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας, είναι αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/12, σχετικά με τη σιωπηρή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας, καθώς και του άρθρου 7, σημείο 5, του κανονισμού αυτού, σχετικά με την εναλλακτική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του τόπου του υποκαταστήματος σε διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευσή του.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Mercantil n° 1 de Gerona αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και ερωτήσει, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο εάν το άρθρο 7, σημείο 5, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 έχει την έννοια ότι δικαστήριο κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει διαφορά σχετική με αγωγή αποζημιώσεως, η οποία ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 και στρέφεται κατά αεροπορικής εταιρίας εδρεύουσας στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, για τον λόγο ότι η εταιρία αυτή διαθέτει υποκατάστημα εντός της περιφέρειας του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι μπορεί να δικαιολογήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της διαφοράς δυνάμει σιωπηρής παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, για τον λόγο ότι ο εναγόμενος δεν αμφισβητεί τη διεθνή δικαιοδοσία του εν λόγω δικαστηρίου.
Απόφαση του αερΔικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο διευκρινίζει, καταρχάς, ότι επειδή ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 δεν περιέχει κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών, το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας δικαστηρίου κράτους μέλους πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012.
Ωστόσο, κατά το Δικαστήριο, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ένας επιβάτης αεροπορικών μεταφορών που δεν αγόρασε οργανωμένο ταξίδι, αλλά απλό αεροπορικό εισιτήριο για μια πτήση, δεν δύναται να επικαλεσθεί τους περιεχόμενους στον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτών.
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, μολονότι ο κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 καθιερώνει στο άρθρο 4 τη γενική αρχή της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του εναγομένου, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η εναγομένη της κύριας δίκης έχει την εταιρική έδρα της σε άλλο κράτος μέλος από το Βασίλειο της Ισπανίας, ήτοι την Ιρλανδία, οπότε δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία του εν λόγω δικαστηρίου βάσει της ανωτέρω διατάξεως.
Στη συνέχεια, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, δύο κριτήρια καθορίζουν εάν αγωγή σχετική με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος συνδέεται με κράτος μέλος. Πρώτον, η έννοια του «υποκαταστήματος» προϋποθέτει την ύπαρξη κέντρου επιχειρήσεων που εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω ως προέκταση της μητρικής επιχειρήσεως. Το κέντρο αυτό πρέπει να διαθέτει διεύθυνση και να είναι υλικώς εξοπλισμένο ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται με τρίτους, οι οποίοι δεν απαιτείται να απευθύνονται απευθείας στη μητρική εταιρία. Δεύτερον, η διαφορά πρέπει να αφορά είτε πράξεις σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος είτε υποχρεώσεις που ανέλαβε το εν λόγω υποκατάστημα για λογαριασμό της μητρικής εταιρίας, εφόσον οι εν λόγω υποχρεώσεις πρέπει να εκπληρωθούν εντός του κράτους όπου ευρίσκεται το υποκατάστημα αυτό.
Το Δικαστήριο εν προκειμένω παρατηρεί ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης αεροπορικό εισιτήριο αγοράσθηκε μέσω διαδικτύου. Επομένως, από κανένα στοιχείο στην εν λόγω απόφαση δεν προκύπτει ότι η σύμβαση μεταφοράς μεταξύ της ενάγουσας της κύριας δίκης και της αεροπορικής εταιρίας συνήφθη μέσω του εν λόγω υποκαταστήματος.
Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το υποκατάστημα αποτελούσε μέρος της έννομης σχέσεως μεταξύ της Ryanair και της ενάγουσας της κύριας δίκης, οπότε το αιτούν δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει τη διαφορά της κύριας δίκης βάσει του άρθρου 7, σημείο 5, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει διαφορά σχετική με αγωγή αποζημιώσεως, η οποία ασκήθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 και στρέφεται κατά αεροπορικής εταιρίας εδρεύουσας εντός άλλου κράτους μέλους, για τον λόγο ότι η εταιρία αυτή διαθέτει εντός της περιφέρειας του επιληφθέντος δικαστηρίου υποκατάστημα, εφόσον αυτό δεν αποτελούσε μέρος της έννομης σχέσεως μεταξύ της εταιρίας και του συγκεκριμένου επιβάτη.
Όσον αφορά το άλλο ερώτημα, το Δικαστήριο επισημαίνει το άρθρο 26, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1215/2012 προβλέπει κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που στηρίζεται στην παράσταση του εναγομένου επί όλων των ενδίκων διαφορών ως προς τις οποίες η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου δεν απορρέει από άλλες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Η διάταξη αυτή έχει ως συνέπεια, και στις περιπτώσεις ακόμη εκείνες στις οποίες το δικαστήριο επιλήφθηκε της διαφοράς κατά παράβαση των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, ότι η παράσταση του εναγομένου μπορεί να λογίζεται ως σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου και, επομένως, ως παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, κατόπιν της εκ μέρους του γραμματέα του εν λόγω δικαστηρίου προσκλήσεως για υποβολή παρατηρήσεων επί ενδεχόμενης διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή της κύριας δίκης, η εναγομένη της κύριας δίκης δεν υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις. Δεδομένου ότι η μη υποβολή παρατηρήσεων δεν μπορεί να συνιστά παράσταση κατά την έννοια του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 και, επομένως, να θεωρηθεί σιωπηρή αποδοχή από τον εναγόμενο της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εν λόγω διάταξη περί σιωπηρής παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας.
Εξ αυτών, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας ο εναγόμενος δεν υπέβαλε παρατηρήσεις ή στην οποία δεν παρέστη.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA