Προβολή σκηνών από ταινία σε ρεπορτάζ τηλεοπτικού σταθμού για επεισόδια οπαδών (ΕΣΡ 95/2024)
Το ΕΣΡ επιβάλλει πρόστιμο 20.000 ευρώ στον σταθμό για την παραβίαση της υποχρέωσης αληθούς και ακριβούς μετάδοσης γεγονότων και ελέγχου των πληροφοριών πριν τη μετάδοσή τους
Διοικητικό πρόστιμο 20.000 ευρώ επέβαλε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης στην ιδιοκτήτρια εταιρεία του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ για τη μετάδοση ρεπορτάζ στο οποίο είχαν περιληφθεί πλάνα από κινηματογραφική ταινία, τα οποία παρουσιάστηκαν ως «ντοκουμέντα». Παράλληλα, το ΕΣΡ απήλλαξε τον σταθμό ως προς το ζήτημα της παράβασης των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας, δεχόμενο ότι ο σταθμός δεν είχε προηγουμένως ελέγξει το υλικό του ρεπορτάζ, ως εκ τούτου δεν γνώριζε πως σε αυτό συμπεριλαμβάνεται και έργο, η χρήση του οποίου απαιτούσε άδεια.
Ειδικότερα,
το ΕΣΡ δέχθηκε καταγγελίες σχετικά με την παρουσίαση του συμβάντος της αιματηρής εφόδου χούλιγκαν κροατικής ποδοσφαιρικής ομάδας στη Νέα Φιλαδέλφεια τον Αύγουστο του 2023. Από την έρευνα που διενήργησε η ανεξάρτητη αρχή προέκυψε ότι τόσο στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της 9-8-2023, όσο και σε πρωινή ενημερωτική εκπομπή της επόμενης ημέρας, προβλήθηκε ρεπορτάζ, μέρος του οποίου αποτελείτο από στιγμιότυπα της κροατικής κινηματογραφικής ταινίας Metastaze, που αναφέρεται στη δράση Κροατών χούλιγκαν. Η μετάδοση των πλάνων αυτών, ωστόσο, έγινε με τον χαρακτηρισμό τους ως «ντοκουμέντων», ενώ και οι λεζάντες που συνόδευαν την παρουσίαση του θέματος στις δύο εκπομπές επιβεβαίωναν την αναφορά σε αληθή γεγονότα. Περαιτέρω, οι παρουσιαστές των εκπομπών δεν διευκρίνισαν ότι στα πλάνα περιλαμβάνονταν και σκηνές από ταινία, που δεν ανταποκρίνονταν σε πραγματικά περιστατικά, διότι «δεν είχαν προβεί, ως όφειλαν, σε προγενέστερο της μετάδοσης έλεγχο της μεταδοθείσας πληροφορίας που περιλήφθηκε στο ρεπορτάζ».
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, το ΕΣΡ έκρινε πως ο τηλεοπτικός σταθμός «δεν εξασφάλισε την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των μεταδιδόμενων πληροφοριών και γεγονότων, η οποία απαιτείται ιδιαίτερα κατά τη μετάδοση των δελτίων ειδήσεων που στοχεύουν πρωτίστως στην έγκυρη ενημέρωση του κοινού, την οποία και αυτό αναμένει ιδίως από τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος, όπως ο εξεταζόμενος».
Περαιτέρω, η Ολομέλεια του ΕΣΡ έκρινε ομόφωνα ότι η ιδιοκτήτρια εταιρεία τέλεσε την παράβαση της υποχρέωσης για αληθή και ακριβή μετάδοση γεγονότων και για έλεγχο πληροφοριών πριν τη μετάδοσή τους, παράβαση για την οποία της επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο 20.000 ευρώ.
Ακολούθως, το ΕΣΡ εξέτασε και το κατά πόσον η μετάδοση του επίμαχου κινηματογραφικού υλικού συνιστούσε και παραβίαση των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας, λόγω της χωρίς άδεια του δημιουργού ή του δικαιούχου τηλεοπτικής μετάδοσης οπτικοακουστικού έργου.
Η ανεξάρτητη αρχή δέχθηκε ότι από τα στοιχεία του φακέλου προέκυψε πως προβολή των αποσπασμάτων κινηματογραφικής ταινίας και άρα χρήση έργου προστατευομένου από την πνευματική ιδιοκτησία έγινε χωρίς την άδεια του δημιουργού του ή του δικαιούχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί του έργου. Όπως κρίθηκε ωστόσο, «η παράλειψη, όμως, λήψης της απαιτούμενης άδειας για την τηλεοπτική μετάδοση αποσπασμάτων της ταινίας οφείλεται στο γεγονός ότι ο σταθμός δεν είχε προηγουμένως ελέγξει το υλικό του ρεπορτάζ και άρα δεν γνώριζε ότι σ’ αυτό συμπεριλαμβάνετο και έργο προστατευόμενο από την πνευματική ιδιοκτησία, για την χρήση του οποίου απαιτείτο άδεια».
Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, η Ολομέλεια του ΕΣΡ έκρινε ομόφωνα πως «δεν ετελέσθη από την εγκαλουμένη εταιρεία η παράβαση των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας, επειδή λόγω του ότι δεν είχε προβεί σε προηγούμενο έλεγχο των μεταδιδόμενων πληροφοριών δεν γνώριζε ότι τα μεταδοθέντα πλάνα αποτελούσαν αποσπάσματα ταινίας μυθοπλασίας και ότι όφειλε να ζητήσει άδεια για τη μετάδοσή τους από τον σταθμό».
Απόσπασμα απόφασης:
Ι. Νομικό μέρος
«5. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί, κατά τη μετάδοση των εκπομπών τους, οφείλουν να διασφαλίζουν την παροχή στο κοινό υψηλού επιπέδου τηλεοπτικές υπηρεσίες που συμβάλλουν μεταξύ άλλων και στην έγκυρη ενημέρωση αυτού. Η εκπλήρωση της κοινωνικής αποστολής της ραδιοτηλεόρασης που συνίσταται στην αξιοποίηση της δημόσιας λειτουργίας της προς όφελος της πληροφόρησης του κοινού πραγματώνεται από την τήρηση της αντικειμενικότητας. Η τήρηση της αντικειμενικότητας προϋποθέτει την αντιστοιχία των μεταδιδόμενων γεγονότων με την πραγματικότητα και επιβάλλει τη μετάδοση της είδησης με πληρότητα και ακρίβεια.
Οι κανόνες που διατυπώνονται στα άρθρα 5 και 8 παρ. 1 του Π.Δ. 77/2003, διέπουν κάθε μετάδοση ειδήσεως σχετικά με την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας ή της διεθνούς κοινότητας, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της εκπομπής, στο πλαίσιο της οποίας μεταδίδεται (ΣτΕ 970 και 971/2011). Οι κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας του άρθρου 5 παρ. 1 δεν αφορούν μόνο τη μετάδοση, αμιγώς, πληροφοριών και ειδήσεων, αλλά και την εν γένει παρουσίαση θεμάτων της επικαιρότητας, καθώς και τον συνυφασμένο με αυτή, κριτικό και εν γένει αξιολογικό σχολιασμό τους (ΣτΕ 1731/2017).
Η τήρηση της ακριβούς και αντικειμενικής ενημέρωσης πρέπει, πάντως, προεχόντως να διασφαλίζεται από τα δελτία ειδήσεων. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί φέρουν ιδία ευθύνη για τις δημοσιογραφικές παραβάσεις των προσώπων τα οποία επιλέγουν ως συνεργάτες τους (ΣτΕ 1351/2013).
Η εξασφάλιση της αλήθειας και της ακρίβειας της μετάδοσης μίας είδησης επιβάλλει τον προγενέστερο έλεγχο των πληροφοριών και των ειδήσεων, ώστε αυτές να μεταδίδονται με προσοχή και αίσθημα ευθύνης (ΣτΕ 4418/2014, 4406/2013, 1351/2013, ΣτΕ 970 και 971/2011, 2903/2016) και να αποφεύγεται η πρόκληση σύγχυσης στο κοινό και η δημιουργία εσφαλμένης εντύπωσης για συγκεκριμένα πρόσωπα, γεγονότα ή θέματα, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Συνεπώς, αποτελεί καθήκον του σταθμού και των προστηθέντων του, να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια. Η αναφορά κατά τη μετάδοση δελτίου ειδήσεων σε περιστατικό μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, συνιστά μετάδοση ανακριβούς πληροφορίας, χωρίς την προσήκουσα προσοχή και αίσθημα ευθύνης (ΣτΕ 657/2018, 2903/2016), ενώ η εκ των υστέρων διόρθωση της μεταδοθείσης ανακριβούς είδησης δεν αίρει την τηλεσθείσα παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 8 και της παρ. 1 του άρθρου 5 του Π.Δ. 77/2003 (ΣτΕ 2064/2013, 2903/2016, 970/2011, 971/2011, 2903/2016). Μία πληροφορία όταν παρουσιάζεται πρέπει να διασταυρώνεται με υπαρκτό υπόβαθρο που να περιέχει επαρκή ένδειξη για τα όσα μεταδόθηκαν (πρβλ. ΣτΕ 626/2016).
Η μετάδοση ανακριβών γεγονότων δημιουργεί εσφαλμένη εντύπωση για τη μεταξύ τους σύνδεση, την οποία μπορεί να επιτείνει τόσο ο υπότιτλος που συνοδεύει την παρουσίαση του θέματος, όσο και ο σχολιασμός του θέματος (ΣτΕ 2310/2014). Η μετάδοση υπότιτλων που συνοδεύουν την παρουσίαση μίας είδησης, οι οποίοι δεν στηρίζονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, συνιστά παραβίαση των κανόνων δεοντολογίας, σύμφωνα με τους οποίους τα μεταδιδόμενα γεγονότα πρέπει να είναι αληθή και να μην δημιουργείται σύγχυση από τη μετάδοσή τους (ΣτΕ 1243/2015).
Το ρεπορτάζ, το οποίο αποτελεί προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας και όχι γεγονός, πρέπει να ελέγχεται πριν μεταδοθεί για την ακρίβειά του (ΣτΕ 2084/2013).
Η σημασία της ακριβούς μετάδοσης γεγονότων έγκειται επίσης στο ότι τα μέσα όχι μόνο πληροφορούν, αλλά μπορούν επίσης να προτείνουν στο κοινό, μέσω του τρόπου παρουσίασης των πληροφοριών, πώς θα εκτιμηθούν αυτές. (Guide to article 10 of the Convention – Freedom of expression, σ. 54). Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις συναφείς με την ελευθερία της έκφρασης απαιτούν ιδιαίτερα λεπτομερή έλεγχο ως προς το αν υπάρχει επαρκής «πραγματική βάση» για τόσο σοβαρούς ισχυρισμούς (ΕΔΔΑ, Rungainis v. Latvia, 14.9.2018, παρ. 59), ενώ η υπεύθυνη δημοσιογραφία συνεπάγεται ότι οι δημοσιογράφοι ελέγχουν τις πληροφορίες που παρουσιάζουν στο κοινό σε μία λογική έκταση. (ΕΔΔΑ, Kacki v. Poland, 4.10.2017, παρ. 52). Η προστασία που το άρθρο 10 παρέχει στους δημοσιογράφους σε σχέση με την παρουσίαση των θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος τελεί υπό την επιφύλαξη ότι ενεργούν με καλή πίστη και επί ακριβούς πραγματικής βάσης και παρέχουν «αξιόπιστες και ακριβείς» πληροφορίες σύμφωνα με τη δημοσιογραφική δεοντολογία (Guide to article 10 of the Convention – Freedom of expression, σ. 54, Axel Springer AG v. Germany, παρ. 93, Bladet Tromso and Stensaas v. Norway, παρ. 65, Pedersen and Baadsgaard v. Denmark, παρ. 78, Fressoz and Roire v. France, παρ. 54, Stoll, παρ. 103).
Μία εκ των υποχρεώσεων του τύπου είναι το καθήκον αλήθειας που πηγάζει από τη δημόσια αποστολή του και συνίσταται στην υποχρέωση ελέγχου της αλήθειας των πληροφοριών και των ειδήσεων πριν από τη δημοσίευσή τους. Στα πλαίσια αυτά, ο τύπος οφείλει: α) να απέχει από διαστρεβλώσεις και παραποιήσεις και να μην παρουσιάζει ως γεγονότα φήμες και υποθέσεις, β) να εξαντλεί όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του, προκειμένου να ελέγξει την αλήθεια και την προέλευση των ειδήσεων (ΑΠ 1265/2010, ΔιΜΕΕ 2011, σ. 58), γ) να διασταυρώνει τις πληροφορίες που λαμβάνει από μη επίσημες πηγές (ΕΔΔΑ Rumyana Ivanova, παρ. 64 - 65), δ) να μην παρουσιάζει μονομερώς τις ειδήσεις (ΑΠ 1265/2010, ΔιΜΕΕ 2011, σ. 58). Η μη τήρηση αυτών των συναλλακτικών υποχρεώσεων αποκλείει, στην περίπτωση της μεταδόσεως αναληθούς ειδήσεως την ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του δημοσιογράφου, προς ενημέρωση του κοινού (πρβλ. ΑΠ 471/2013, ΑΠ 271/2012, ΠΠΑθ 2237/2015, βλ. και I. Καράκωστα, X. Βρεττού, Ελευθερία του τύπου και προστασία προσωπικών δεδομένων, ΝοΒ 2011, σ. 3). Ειδήσεις που ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα δεν εξυπηρετούν την ανάγκη του κοινού για πληροφόρηση, αλλά τουναντίον επιφέρουν αποπροσανατολισμό του από την πραγματικότητα. (ΠΠΑθ 2237/2015).
[…]
ΙΙΙ. Υπαγωγή
Υπό τα εκτεθέντα, η Ολομέλεια έκρινε ως ακολούθως:
Α) Ως προς την ακριβή μετάδοση γεγονότων
Η εγκαλουμένη παρουσίασε στις δύο εκπομπές της ένα επίκαιρο γεγονός, η αλήθεια του οποίου δεν αμφισβητείται. Πλην όμως, η παρουσίαση του θέματος αυτού συνοδευόταν από ένα ρεπορτάζ, στο οποίο προβλήθηκαν διαδοχικά εικόνες από την δράση των οπαδών συγκεκριμένης ξένης ποδοσφαιρικής ομάδας που είχαν αντληθεί αφενός από τηλεοπτικές μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων, ρεπορτάζ ξένων μέσων που ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, και αφετέρου, από στιγμιότυπα μίας κροατικής κινηματογραφικής ταινίας, τα οποία αποτελούσαν προϊόν μυθοπλασίας και όχι πραγματικά περιστατικά και άρα δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Τα συγκεκριμένα πλάνα της ταινίας που μεταδόθηκαν τόνιζαν τη ναζιστική, εθνικιστική και ρατσιστική ιδεολογία των οπαδών της ομάδας αυτής και μεταδόθηκαν ως «ντοκουμέντα» (όπως τα χαρακτήρισε ο παρουσιαστής του δελτίου ειδήσεων κατά την εισαγωγική παρουσίαση του θέματος) που αποδείκνυαν την οργανωμένη δράση της ομάδας αυτής νεοναζιστών που προκαλεί συχνά αιματηρά επεισόδια, ενώ οι λεζάντες που συνόδευαν την παρουσίαση του θέματος στις δύο εκπομπές επιβεβαίωναν την αναφορά σε αληθή γεγονότα. Οι παρουσιαστές των εκπομπών δεν διευκρίνισαν ότι στα πλάνα περιλαμβάνονταν και σκηνές από ταινία που δεν ανταποκρίνονταν σε πραγματικά περιστατικά (γεγονός το οποίο αποδεικνύεται και από σχετικό δημοσίευμα των ellinika hoaxes και από σχετική ανάρτηση ενός εκ των τριών ηθοποιών (Rene Bitorajac) στο instagram που εσωκλείονται στον παρόντα φάκελο), διότι δεν είχαν προβεί, ως όφειλαν, σε προγενέστερο της μετάδοσης έλεγχο της μεταδοθείσας πληροφορίας που περιλήφθηκε στο ρεπορτάζ. Εξάλλου, η διαπιστωθείσα παράλειψη ελέγχου της μεταδιδόμενης πληροφορίας δεν δικαιολογείται, δεδομένου ότι ακόμα και τυχόν ανάγκη ενημέρωσης του κοινού για σημαντικό και επείγον ζήτημα της επικαιρότητας δεν υπερέχει της ανάγκης επιβεβαίωσης της αλήθειας της μεταδιδόμενης είδησης και των λοιπών στοιχείων της δημοσιογραφικής έρευνας που την συνοδεύουν.
Δυνάμει όλων των ανωτέρω, συνάγεται ότι κατά την προβολή των δύο εξεταζόμενων εκπομπών μεταδόθηκαν ως γεγονότα, χωρίς να έχουν προηγουμένως ελεγχθεί από τον σταθμό ως προς τον αληθή τους χαρακτήρα, εικόνες, υπότιτλοι και διάλογοι που δεν αντιστοιχούσαν σε πραγματικά περιστατικά και άρα δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, η παρουσίαση από τον σταθμό του συγκεκριμένου θέματος έγινε χωρίς την απαιτούμενη προσοχή και αίσθημα ευθύνης, λόγω της ανακριβούς παρουσίασης του θέματος και της μετάδοσης αναληθών υπότιτλων και πλάνων που το συνόδευαν, με αποτέλεσμα να είναι πιθανό να προκληθεί σύγχυση και εσφαλμένη εντύπωση για το συγκεκριμένο ζήτημα στους τηλεθεατές.
Ως εκ τούτου, η εγκαλουμένη δεν εξασφάλισε την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των μεταδιδόμενων πληροφοριών και γεγονότων, η οποία απαιτείται ιδιαίτερα κατά τη μετάδοση των δελτίων ειδήσεων που στοχεύουν πρωτίστως στην έγκυρη ενημέρωση του κοινού, την οποία και αυτό αναμένει ιδίως από τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος, όπως ο εξεταζόμενος.
Ενόψει αυτών, η Ολομέλεια κρίνει ομόφωνα ότι ετελέσθη από την εγκαλουμένη εταιρεία η παράβαση της υποχρέωσης για αληθή και ακριβή μετάδοση γεγονότων και για έλεγχο πληροφοριών πριν τη μετάδοσή τους και πρέπει να της επιβληθεί διοικητική κύρωση, και δη εκείνη του προστίμου.
Με βάση δε τη βαρύτητα της παραβάσεως, το κοινώς γνωστό μερίδιο τηλεθεάσεως του συγκεκριμένου τηλεοπτικού σταθμού (όπως προκύπτει από τα τηρούμενα στο ΕΣΡ στοιχεία) και την εθνική εμβέλεια του εν λόγω σταθμού, κρίνεται ότι το επιβλητέο πρόστιμο είναι εκείνο των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
Β. Ως προς την χωρίς άδεια του δημιουργού ή του δικαιούχου τηλεοπτική μετάδοση οπτικοακουστικού έργου
Κατά τη μετάδοση των δύο εξεταζόμενων εκπομπών προβλήθηκαν σε ρεπορτάζ σύντομα αποσπάσματα κινηματογραφικής ταινίας, δηλαδή οπτικοακουστικού έργου που συνιστά έργο προστατευόμενο από την πνευματική ιδιοκτησία, για την τηλεοπτική μετάδοση του οποίου απαιτείται η άδεια του δημιουργού του έργου, δηλαδή του σκηνοθέτη ή του δικαιούχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί του έργου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η χρήση αυτή του έργου (τηλεοπτική μετάδοση) έγινε χωρίς την άδεια του δημιουργού του ή του δικαιούχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί του έργου. Η παράλειψη, όμως, λήψης της απαιτούμενης άδειας για την τηλεοπτική μετάδοση αποσπασμάτων της ταινίας οφείλεται στο γεγονός ότι ο σταθμός δεν είχε προηγουμένως ελέγξει το υλικό του ρεπορτάζ και άρα δεν γνώριζε ότι σ’ αυτό συμπεριλαμβάνετο και έργο προστατευόμενο από την πνευματική ιδιοκτησία, για την χρήση του οποίου απαιτείτο άδεια.
Ενόψει αυτών, κρίνεται ομόφωνα από την Ολομέλεια ότι δεν ετελέσθη από την εγκαλουμένη εταιρεία η παράβαση των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας, επειδή λόγω του ότι δεν είχε προβεί σε προηγούμενο έλεγχο των μεταδιδόμενων πληροφοριών δεν γνώριζε ότι τα μεταδοθέντα πλάνα αποτελούσαν αποσπάσματα ταινίας μυθοπλασίας και ότι όφειλε να ζητήσει άδεια για τη μετάδοσή τους από τον σταθμό. Ως εκ τούτου, η εγκαλουμένη πρέπει να απαλλαγεί της σχετικής κατηγορίας».
Η απόφαση ΕΣΡ 95/2024 έχει αναρτηθεί στη Διαύγεια