logo-print

Απόφαση ΔΕΕ: Ορθώς η ΕΚΤ αρνήθηκε να εξαιρέσει, στο πλαίσιο υπολογισμού του δείκτη μόχλευσης, το 34% των ανοιγμάτων της Crédit lyonnais έναντι του Caisse des dépôts et consignations

Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Υπολογισμός του δείκτη μόχλευσης – Μέτρο του ανοίγματος – Εξαίρεση των ανοιγμάτων που πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις – Μερική άρνηση έγκρισης – Διακριτική ευχέρεια της ΕΚΤ – Προσφυγή ακυρώσεως – Πρόδηλη πλάνη εκτίμησης – Δικαστικός έλεγχος

09/05/2023

10/05/2023

Αναπροσαρμογή επιχειρηματικών πιστωτικών συμβάσεων λόγω της οικονομικής κρίσης - Συμβολές Αστικού Νο 6

ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΑΝΔΡΙΑΝΑΤΟΥ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 04.05.2023 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επιβεβαίωσε ότι ορθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αρνήθηκε να εξαιρέσει, στο πλαίσιο υπολογισμού του δείκτη μόχλευσης, το 34% των ανοιγμάτων της Crédit lyonnais έναντι του Caisse des dépôts et consignations.

Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ αναίρεσε την αντίθετη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, κρίνοντας ότι το τελευταίο υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου υποκαθιστώντας την εκτίμηση της ΕΚΤ με τη δική του εκτίμηση όσον αφορά τον κίνδυνο εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η Crédit lyonnais.

Ιστορικό της υπόθεσης

Η Crédit Lyonnais είναι ανώνυμη εταιρία η οποία έχει συσταθεί κατά το γαλλικό δίκαιο και έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα. Είναι θυγατρική της Crédit agricole SA και, ως εκ τούτου, υπόκειται στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ. 

Στις 5 Μαΐου 2015 η Crédit Agricole ζήτησε, ιδίω ονόματι και επ’ ονόματι των οντοτήτων του ομίλου Crédit Αgricole στον οποίο ανήκει και η Crédit Lyonnais, να της επιτραπεί1​ από την ΕΚΤ να εξαιρέσει, στο πλαίσιο υπολογισμού του δείκτη μόχλευσης, τα ανοίγματα έναντι του Caisse des dépôts et consignations (Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, CDC), γαλλικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που προκύπτουν από τις καταθέσεις σε πλείονες αποταμιευτικούς λογαριασμούς, οι οποίες πρέπει, κατά την εφαρμοστέα γαλλική νομοθεσία, να μεταβιβάζονται υποχρεωτικά στο CDC (ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις). 

Η απόφαση της 24ης Αυγούστου 2016 με την οποία η ΕΚΤ απέρριψε το σχετικό αίτημα εξαίρεσης της Crédit agricole ακυρώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2018, Crédit agricole κατά ΕΚΤ, T-758/16. Κατόπιν της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, η Crédit agricole ζήτησε εκ νέου από την ΕΚΤ να της επιτραπεί να εξαιρέσει τα ανοίγματα έναντι του CDC. Με την απόφαση της 3ης Μαΐου 2019 ECB SSM-2019-FRCAG-39, η ΕΚΤ επέτρεψε στην Crédit agricole και στις οντότητες που ανήκουν στον όμιλο Crédit agricole, πλην της Crédit lyonnais, να εξαιρέσουν από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης το σύνολο των ανοιγμάτων τους έναντι του CDC. Αντιθέτως, στην Crédit lyonnais επιτράπηκε να εξαιρέσει μόνο το 66% των ως άνω ανοιγμάτων. Η ΕΚΤ, εκτιμώντας ότι διέθετε εν προκειμένω διακριτική ευχέρεια, εφάρμοσε με την επίδικη απόφαση μεθοδολογία που λάμβανε υπόψη τρία στοιχεία, ήτοι την πιστοληπτική ικανότητα της γαλλικής κεντρικής διοίκησης, τον κίνδυνο εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής και το επίπεδο συγκέντρωσης των ανοιγμάτων έναντι του CDC. 

Η προσφυγή της Crédit lyonnais με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης, καθόσον με την απόφαση αυτή δεν της επετράπη να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης το σύνολο των ανοιγμάτων της έναντι του CDC, έγινε δεκτή από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Απριλίου 2021, Crédit lyonnais κατά EKT, T-504/19. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης σχετικά με το επίπεδο του κινδύνου εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής ήταν «πλημμελής». Κατά συνέπεια, έκρινε ότι τα δύο άλλα στοιχεία της μεθοδολογίας που εφάρμοσε η ΕΚΤ δεν μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα να αρνηθεί η ΕΚΤ, με την επίδικη απόφαση, να χορηγήσει στην Crédit lyonnais εξαίρεση για το σύνολο των ανοιγμάτων της έναντι του CDC. 

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η ΕΚΤ, αναίρεσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, αποφαινόμενο οριστικώς επί της διαφοράς, απέρριψε την προσφυγή της Crédit lyonnais. Επιπλέον, το Δικαστήριο παρέσχε διευκρινίσεις σχετικά με τα όρια του ελέγχου που ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης κατά την εκτίμηση της νομιμότητας των διοικητικών αποφάσεων που εκδίδει η ΕΚΤ, όταν αυτή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, δεδομένου ότι η ΕΚΤ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης προκειμένου να αποφασίσει αν θα επιτρέψει την εξαίρεση, στο πλαίσιο υπολογισμού του δείκτη μόχλευσης, των ανοιγμάτων που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ασκεί ως προς το βάσιμο της αιτιολογίας της απόφασης της ΕΚΤ δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση της εκτίμησης της ΕΚΤ από τη δική του. Σκοπός του ελέγχου αυτού είναι να εξακριβωθεί ότι η σχετική απόφαση δεν στηρίζεται σε αναληθή πραγματικά περιστατικά και ότι δεν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτίμησης ή κατάχρηση εξουσίας. Συναφώς, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, μεταξύ άλλων, να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των προβαλλομένων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και το ζήτημα αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση σύνθετης κατάστασης και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τα εξ αυτών συναγόμενα συμπεράσματα. Πράγματι, όταν ένα θεσμικό όργανο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης, έχει θεμελιώδη σημασία η τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η υποχρέωσή του να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση. 

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας το ίδιο σε αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του συστήματος ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων και του σωρευτικού αποτελέσματός τους, έκρινε ότι το επίπεδο κινδύνου εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής δεν ήταν αρκούντως υψηλό ώστε να δικαιολογήσει την άρνηση της ΕΚΤ να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης το σύνολο των ανοιγμάτων της Crédit lyonnais έναντι του CDC. 

Ενεργώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, δεν αμφισβήτησε τις σχετικές με τα χαρακτηριστικά του συστήματος ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων διαπιστώσεις της ΕΚΤ, οι οποίες την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω χαρακτηριστικά δεν μπορούσαν να εξαλείψουν πλήρως κάθε κίνδυνο να υποχρεωθεί η Crédit lyonnais να προβεί σε εκποιήσεις έναντι πολύ χαμηλής τιμής. Τούτο ισχύει ιδίως για τις διαπιστώσεις της ΕΚΤ σχετικά με τη μεγάλη ρευστότητα των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων, ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης που να περιορίζει τις αναλήψεις από αυτές, καθώς και σχετικά με την υποχρέωση της Crédit lyonnais να αποζημιώσει τους καταθέτες ακόμη και κατά τη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής δέκα ημερών μεταξύ των θέσεών της και εκείνων του CDC. Κατά συνέπεια, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη στην επίδικη απόφαση και δεν αποδεικνύει ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που έπρεπε να λάβει υπόψη η ΕΚΤ. 

Αφετέρου, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα δεδομένα που έλαβε υπόψη η ΕΚΤ δεν ήταν ικανά να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα που αυτή συνήγαγε στην επίδικη απόφαση απορρέει από τη δική του εκτίμηση περί του επιπέδου κινδύνου εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής. Η εκτίμηση αυτή, η οποία στηρίζεται στα ίδια στοιχεία με εκείνα που έλαβε υπόψη η ΕΚΤ, αποκλίνει από την εκτίμηση του εν λόγω θεσμικού οργάνου, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύει τον προδήλως εσφαλμένο χαρακτήρα της. 

Υιοθετώντας τη συλλογιστική αυτή, το Γενικό Δικαστήριο, αντί να διενεργήσει έλεγχο σχετικά με πρόδηλη πλάνης εκτίμησης ως όφειλε, υποκατέστησε την εκτίμηση της ΕΚΤ με τη δική του, σε μια περίπτωση όμως στην οποία το θεσμικό αυτό όργανο διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης. 

Επιπλέον, όσον αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον δικαιολογητικό λόγο που άντλησε η ΕΚΤ από την εμπειρία των πρόσφατων τραπεζικών κρίσεων, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδειξε με ποιον τρόπο οι εκτιμήσεις κατά τις οποίες οι καταθέσεις ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων δεν μπορούν να επενδυθούν, σε αντίθεση με τις καταθέσεις όψεως, σε επισφαλή ή μη ρευστά στοιχεία του ενεργητικού είναι ικανές να αποδείξουν τον προδήλως εσφαλμένο χαρακτήρα της εκτίμησης της ΕΚΤ όσον αφορά το ενδεχόμενο κινδύνου μαζικών αναλήψεων το οποίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την ανάλυση του κινδύνου εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η Crédit lyonnais. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις εκτιμήσεις που στηρίζονται στη διαφορά μεταξύ, αφενός, της διπλής εγγύησης της οποίας απολαύουν στη Γαλλία οι λογαριασμοί ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων και, αφετέρου, του μηχανισμού εγγύησης που απορρέει από την οδηγία 2014/49/ΕΕ [οδηγία περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων]. 

Το Δικαστήριο συνήγαγε από τα ανωτέρω ότι το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση υποκαθιστώντας την εκτίμηση της ΕΚΤ με τη δική του εκτίμηση περί του κινδύνου εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η Crédit lyonnais, χωρίς να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους η σχετική εκτίμηση της ΕΚΤ που περιλαμβάνεται στην επίδικη απόφαση ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτίμησης. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου. Εσφαλμένως επίσης έκρινε ότι η ΕΚΤ παρέβη την υποχρέωσή της να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων της επίμαχης περίπτωσης. 

Κατόπιν της μερικής αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο αποφάνθηκε οριστικώς επί της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής. Αναλύοντας τα επιχειρήματα που προέβαλε πρωτοδίκως η Crédit lyonnais, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου δικαστικού ελέγχου τον οποίο οφείλει να διενεργήσει λόγω της ευρείας εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει εν προκειμένω η ΕΚΤ, η Crédit lyonnais δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι ήταν προδήλως εσφαλμένες οι περιλαμβανόμενες στην επίδικη απόφαση εκτιμήσεις της ΕΚΤ σχετικά με τον κίνδυνο εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής και την πιστοληπτική ικανότητα της γαλλικής διοίκησης. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, επομένως, την απόφαση της ΕΚΤ να μην επιτρέψει, στο πλαίσιο υπολογισμού του δείκτη μόχλευσης, την εξαίρεση του 34% των ανοιγμάτων της Crédit lyonnais έναντι του CDC. 

Γίνεται υπόμνηση ότι κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς της μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα. Η αίτηση αναιρέσεως θα υποβληθεί σε διαδικασία προηγούμενης εγκρίσεως της εξετάσεώς της. Προς τούτο, πρέπει να συνοδεύεται από αίτηση για την έγκριση της εξετάσεώς της, η οποία να εκθέτει το σημαντικό ζήτημα ή τα σημαντικά ζητήματα που εγείρει η αναίρεση για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης. 

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

  • 1. Όπως προβλέπεται στο άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 [κανονισμού σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων], όπως τροποποιήθηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/62 της Επιτροπής.
Ανταλλάξιμα κτήματα -Δημοσιεύματα ΕπΑκ Νο 3

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Από τον πολιτικώς ενάγοντα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ