logo-print

H πτήση επαναπατρισμού που οργανώθηκε στο πλαίσιο μέτρου προξενικής συνδρομής λόγω Covid-19 δεν συνιστά μεταφορά με άλλη πτήση στον τελικό προορισμό την οποία πρέπει να προσφέρει ο πραγματικός αερομεταφορέας

Δικαστήριο ΕΕ: Αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σε περίπτωση ματαίωσης πτήσης - Επιβάρυνση του επιβάτη με δαπάνες υπερβαίνουσες το καθαρό κόστος της πτήσης αυτής

12/06/2023

13/06/2023

Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 08.06.2023 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η πτήση επαναπατρισμού που έχει οργανωθεί στο πλαίσιο μέτρου προξενικής συνδρομής δεν συνιστά μεταφορά με άλλη πτήση στον τελικό προορισμό την οποία πρέπει να προσφέρει ο πραγματικός αερομεταφορέας στους επιβάτες των οποίων η πτήση ματαιώθηκε.

Σύμφωνα με το ΔΕΕ, επιβάτης που εγγράφεται ο ίδιος στην πτήση επαναπατρισμού και καταβάλλει στο κράτος που την οργάνωσε υποχρεωτική συμμετοχή στις δαπάνες δεν έχει, βάσει του δικαίου της Ένωσης, δικαίωμα επιστροφής των δαπανών αυτών από τον πραγματικό αερομεταφορέα ο οποίος έπρεπε να πραγματοποιήσει την αρχικώς προγραμματισμένη πτήση.

Ιστορικό της υπόθεσης

Στο πλαίσιο οργανωμένου ταξιδιού, ένα ζεύγος διέθετε επιβεβαιωμένες κρατήσεις για μια πτήση της 7ης Μαρτίου 2020 με αναχώρηση από τη Βιέννη (Αυστρία) και προορισμό τον Μαυρίκιο, καθώς και για την πτήση επιστροφής OS 18, της 20ής Μαρτίου 2020. Οι δύο αυτές πτήσεις έπρεπε να εκτελεστούν από την Austrian Airlines. Η πτήση μετάβασης στον προορισμό πραγματοποιήθηκε. Αντιθέτως, στις 18 Μαρτίου 2020, η Austrian Airlines ματαίωσε την πτήση επιστροφής, κατόπιν των μέτρων που έλαβε η Αυστριακή Κυβέρνηση λόγω της πανδημίας Covid-19

Η Austrian Airlines διέθετε μεν τα στοιχεία επικοινωνίας του ζεύγους, αλλά δεν το ενημέρωσε για τη ματαίωση της πτήσης ούτε για τα δικαιώματα που είχε βάσει του κανονισμού περί των δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών [κανονισμού (ΕΚ) 261/2004]. Το ζεύγος ειδοποιήθηκε μόλις στις 19 Μαρτίου 2020, από τον διοργανωτή του ταξιδιού, για τη ματαίωση της πτήσης επιστροφής και για την οργάνωση, από το αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών, πτήσης επαναπατρισμού η οποία θα εκτελείτο στις 20 Μαρτίου 2020, ημερομηνία κατά την οποία δεν πραγματοποιείτο πλέον καμία τακτική πτήση. Το ζεύγος εγγράφηκε στην πτήση επαναπατρισμού μέσω του δικτυακού τόπου του Υπουργείου Εξωτερικών. Για τον σκοπό αυτόν έπρεπε να καταβάλουν έκαστος υποχρεωτική συμμετοχή στις δαπάνες, ύψους 500 ευρώ. Η πτήση επαναπατρισμού εκτελέστηκε από την Austrian Airlines με αριθμό πτήσης OS 1024, κατά την αρχικώς προβλεπόμενη ώρα αναχώρησης της αρχικώς προγραμματισθείσας πτήσης επιστροφής OS 18. 

Το ζεύγος άσκησε αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η Austrian Airlines να τους καταβάλει το ποσό των 1.000 ευρώ νομιμοτόκως. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στην υποχρεωτική συμμετοχή που έπρεπε να καταβάλουν για την πτήση επαναπατρισμού. Το πρωτοδικείο Korneubourg (Αυστρία) ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τον κανονισμό περί των δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών ως προς το ζήτημα αυτό. 

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο  υπογράμμισε ότι μόνον η μεταφορά με εμπορικές πτήσεις μπορεί να αποτελεί «μεταφορά [με άλλη πτήση], υπό συγκρίσιμες συνθήκες μεταφοράς, στον τελικό του προορισμό»,την οποία δικαιούται ο επιβάτης βάσει του κανονισμού περί των δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σε περίπτωση ματαίωσης της πτήσης του. Η πτήση επαναπατρισμού όμως δεν έχει εμπορικό χαρακτήρα, στο μέτρο που η οργάνωσή της εντάσσεται, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο μέτρων προξενικής συνδρομής ενός κράτους. Πράγματι, οι συνθήκες μιας πτήσης επαναπατρισμού μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από εκείνες μιας εμπορικής πτήσης όσον αφορά τόσο τις συνθήκες επιβίβασης όσο και τις υπηρεσίες που παρέχονται εντός του αεροσκάφους. Κυρίως δε, οι πραγματικοί αερομεταφορείς δεν μπορούν να προσφέρουν στους επιβάτες τους πτήση επαναπατρισμού ως «μεταφορά με άλλη πτήση», δεδομένου ότι δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να παρέχουν στους επιβάτες δικαίωμα μεταφοράς με την πτήση αυτή.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πτήση επαναπατρισμού η οποία έχει οργανωθεί από κράτος μέλος στο πλαίσιο μέτρου προξενικής συνδρομής, κατόπιν ματαίωσης πτήσεως, δεν συνιστά «μεταφορά [με άλλη πτήση], υπό συγκρίσιμες συνθήκες μεταφοράς, στον τελικό του προορισμό», κατά την έννοια του κανονισμού περί των δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, την οποία πρέπει να προσφέρει ο πραγματικός αερομεταφορέας στον επιβάτη του οποίου η πτήση ματαιώθηκε.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι επιβάτης ο οποίος, κατόπιν ματαίωσης της πτήσης επιστροφής του, εγγράφεται ο ίδιος σε πτήση επαναπατρισμού, οργανωθείσα από κράτος μέλος στο πλαίσιο μέτρου προξενικής συνδρομής, και ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει για τον λόγο αυτόν στο κράτος μέλος υποχρεωτική συμμετοχή στις δαπάνες δεν έχει έναντι του πραγματικού αερομεταφορέα δικαίωμα επιστροφής των δαπανών αυτών βάσει του κανονισμού περί των δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών.

Αντιθέτως, ο επιβάτης αυτός μπορεί να υποστηρίξει, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν εκπλήρωσε, αφενός, την υποχρέωσή του να επιστρέψει το αντίτιμο του εισιτηρίου στην τιμή αγοράς του, για το μέρος ή τα μέρη του ταξιδιού που δεν πραγματοποιήθηκαν εφόσον η πτήση δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό σε σχέση με το αρχικό σχέδιο ταξιδιού, και, αφετέρου, την υποχρέωσή του να παράσχει βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσής του για παροχή πληροφοριών, προκειμένου ο επιβάτης να λάβει αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα. Ωστόσο, η αποζημίωση αυτή θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στο ποσό το οποίο, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε περίπτωσης, αποδεικνύεται απαραίτητο, κατάλληλο και εύλογο προκειμένου να καλυφθεί η παράλειψη του πραγματικού αερομεταφορέα. 

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ΕΠολΔ 31
Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗΣ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

send