logo-print

Οι Προτάσεις Οδηγιών της ΕΕ σχετικά με τις ψηφιακές συμβάσεις: Ένα σημαντικό βήμα για τη εναρμόνιση του δικαίου του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ευρώπη

Πώς θα επηρεάσουν οι νέες οδηγίες την αγορά των online υπηρεσιών και τα δικαιώματα των καταναλωτών

08/06/2017

03/12/2017

Α. Εισαγωγή

Τον 21ο αιώνα, ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος μετασχηματίζεται βαθμιαία σε μία ψηφιακή αγορά. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή της ΕΕ υιοθέτησε τη στρατηγική για την ψηφιακή ενιαία αγορά στις 6 Μαΐου 2015, η οποία στοχεύει να δημιουργήσει ευκαιρίες για τους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ψηφιακής τεχνολογίας, καθώς και να ενισχύσει τη θέση της Ευρώπης ως του ηγέτη στον τομέα της ψηφιακής οικονομίας, παγκοσμίως.1

Για να υλοποιήσει τους στόχους αυτούς και, πιο συγκεκριμένα, για να εκμεταλλευτεί πλήρως το δυναμικό της ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε δύο προτάσεις οδηγιών στις 9 Δεκεμβρίου 2015, οι οποίες προβλέπουν τη θέσπιση κανόνων στις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και τη διαδικτυακή πώληση αγαθών, δηλαδή, α) την πρόταση για οδηγία σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου2, αναφερομένη στο εξής ως η οδηγία για το ψηφιακό περιεχόμενο, και β) την πρόταση για οδηγία σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις διαδικτυακές και άλλες εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών, αναφερόμενη ως η οδηγία για τις διαδικτυακές και τις εξ αποστάσεως πωλήσεις3.

Αυτές οι δύο προτάσεις καθώς και η πρόταση Κανονισμού για τη διασυνοριακή φορητότητα υπηρεσιών διαδικτυακού περιεχομένου, ο οποίος ψηφίσθηκε στις 18/5/2017 στην ολομέλεια του Ε.Κ., αποτέλεσαν τις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο της στρατηγικής για την ψηφιακή αγορά. Ο στόχος των οδηγιών είναι η εναρμόνιση, με στοχοθετημένο τρόπο, των βασικών δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων αναγκαστικού δικαίου των μερών στις συμβάσεις και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συνεισφορά στην ταχύτερη ανάπτυξη της ψηφιακής ενιαίας αγοράς4. Η εναρμόνιση των καλυπτόμενων από το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών πτυχών θεωρείται, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απαραίτητη για την επίτευξη πραγματικής ψηφιακής ενιαίας αγοράς5.

Επιπλέον, με τις προτάσεις αναγνωρίζεται ότι οι εμπορικοί και τεχνολογικοί μετασχηματισμοί λαμβάνουν χώρα με μεγάλη ταχύτητα εξαιτίας της ψηφιοποίησης και η νομοθεσία αδυνατεί να ακολουθήσει. Έτσι, λοιπόν, η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγκειται στο να διασφαλίσει ότι τα πρότυπα των επιχειρήσεων και τα δικαιώματα των καταναλωτών θα συμβαδίζουν με τους κανόνες της Ένωσης οι οποίοι τηρούν μία υψηλού επιπέδου προστασία των καταναλωτών, ενώ, παράλληλα, προβλέπουν ένα σύγχρονο περιβάλλον φιλικό προς τις επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις έχουν ανάγκη από ένα απλοποιημένο ρυθμιστικό πλαίσιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και τη συμμετοχή τους στις ψηφιακές αγορές. Οι καταναλωτές, από την άλλη, θα πρέπει να χαίρουν προστασίας με σκοπό την επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με τις εξ αποστάσεως συναλλαγές.

Αυτά τα νέα μέτρα προτάθηκαν, μετά την απόσυρση της  πρότασης κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων6 («ΚΕΔΠ»), η οποία υπέστη δριμεία κριτική για το λόγο ότι το πεδίο εφαρμογής του θεωρήθηκε ως αρκετά ευρύ από πολλά κράτη μέλη. Η επιρροή του ΚΕΔΠ, ωστόσο, είναι προφανής στις προτάσεις, καθώς οι διατάξεις των οδηγιών προέρχονται από αυτόν.  

Είναι αξιοσημείωτο πως οι κανόνες που περιλαμβάνονται στις οδηγίες στοχεύουν στην πλήρη εναρμόνιση7 και αλληλοοσυμπληρώνονται. Κατά συνέπεια, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ενός νομικού πλαισίου που αφορά τις πτυχές ιδιωτικού δικαίου του ψηφιακού περιβάλλοντος, το οποίο χρειάζεται να είναι συνεκτικό σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Β. Η πρόταση οδηγίας για τις διαδικτυακές και τις εξ αποστάσεως πωλήσεις

Η προτεινόμενη οδηγία περιλαμβάνει διατάξεις για τις εξ αποστάσεως συμβάσεις πωλήσεων που συνάπτονται μεταξύ του πωλητή και του καταναλωτή, ιδίως, κανόνες σχετικούς με τη συμμόρφωση των αγαθών, την επανόρθωση σε περίπτωση μη συμμόρφωσης καθώς και τις λεπτομέρειες άσκησης της εν λόγω επανόρθωσης. Το πεδίο εφαρμογής της πρότασης περιορίζεται στις συμβάσεις κινητών που συνάπτονται μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών (B2C), ενώ, επιπλέον, δεν καλύπτει τις εξ αποστάσεως συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Επίσης, δεν καλύπτει την πώληση υλικών αντικειμένων που περιέχουν ψηφιακό περιεχόμενο, όπως τα DVD και τα CD, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για το ψηφιακό περιεχόμενο. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία δεν περιλαμβάνει κανόνες για τις συμβάσεις πωλήσεων που συνάπτονται με καταναλωτές διαδικτυακά, αλλά ρυθμίζει συμβάσεις πωλήσεων που συνάπτονται εξ αποστάσεως.

Η οδηγία προβλέπει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη συμμόρφωση (άρθρα 4-8). Η συμμόρφωση προς τους όρους της σύμβασης είναι το βασικό κριτήριο για την ευθύνη του πωλητή. Πρωταρχικής σημασίας είναι η διάταξη του άρθρου 4, το οποίο προβλέπει ότι για να θεωρηθεί ότι τα αγαθά συνάδουν με τους όρους της σύμβασης, ο πωλητής διασφαλίζει, κατά περίπτωση, ότι: α) η ποσότητα, η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους είναι αυτά που προβλέπονται από τη σύμβαση, το οποίο περιλαμβάνει ότι, εάν ο πωλητής επιδείξει δείγμα ή υπόδειγμα στον καταναλωτή, τα αγαθά θα πρέπει να διαθέτουν τις ιδιότητες και να αντιστοιχούν στην περιγραφή του δείγματος ή υποδείγματος αυτού, β) είναι κατάλληλα για κάθε ειδική χρήση την οποία επιζητεί ο καταναλωτής και την οποία γνωστοποίησε στον πωλητή κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, ο δε πωλητής την αποδέχθηκε, και γ) έχουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες επιδόσεων που καθορίζονται σε τυχόν προσυμβατική δήλωση η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης. Οι διατάξεις των άρθρων 4-8 ακολουθούν το άρθρο 2 της οδηγίας 1999/44 και τα άρθρα 99 επ. του ΚΕΔΠ, ενώ το κύριο κριτήριο συμμόρφωσης εφαρμόζεται ήδη στα κράτη μέλη τα οποία έχουν μεταφέρει την οδηγία στα εθνικά τους δίκαια από το 2002.

Καινοτομία της πρότασης αποτελεί το γεγονός ότι το άρθρο 7 ορίζει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης με τη σύμβαση, τα αγαθά πρέπει να είναι απαλλαγμένα από οποιοδήποτε δικαίωμα τρίτου, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ενώ το άρθρο 8 διευκρινίζει σε ποιό χρονικό σημείο πρέπει να υφίσταται η έλλειψη της συμμόρφωσης. Αυτός είναι ο χρόνος κατά τον οποίο:  α) ο καταναλωτής ή τρίτος που υποδεικνύεται από αυτόν, άλλος από τον μεταφορέα, αποκτά τη φυσική κατοχή των αγαθών· ή β) τα αγαθά παραδίδονται στον μεταφορέα που έχει επιλέξει ο καταναλωτής, εφόσον ο εν λόγω μεταφορέας δεν έχει προταθεί από τον πωλητή ή εφόσον ο πωλητής δεν προτείνει κανένα μέσο μεταφοράς. Σχετικά με την πλημμελή εγκατάσταση των αγαθών, προβλέπεται ότι έλλειψη συμμόρφωσης των αγαθών με τη σύμβαση υφίσταται, εφόσον: α) η εγκατάσταση των αγαθών έγινε από τον πωλητή ή υπό την ευθύνη του ή β) τα αγαθά εγκαταστάθηκαν από τον καταναλωτή και η πλημμελής εγκατάσταση οφείλεται σε ελάττωμα των οδηγιών εγκατάστασης.

Η αναστροφή του βάρους της απόδειξης ρυθμίζεται διαφορετικά από ό,τι στην οδηγία για τις πωλήσεις στους καταναλωτές (οδηγία 2011/83). Το άρθρο 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της οδηγίας για τις διαδικτυακές και τις εξ αποστάσεως πωλήσεις, ουσιαστικά προβλέπει ότι αυτή η περίοδος είναι δύο έτη, αφότου ο καταναλωτής απέκτησε τη φυσική κατοχή των αγαθών ή αφότου τα αγαθά εγκαταστάθηκαν, ενώ η παράγραφος 3 του άρθρου 8 προβλέπει τεκμήριο έλλειψης συμμόρφωσης εντός περιόδου δύο ετών. Αντίθετα, η οδηγία για τις πωλήσεις στους καταναλωτές προβλέπει στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 τεκμήριο έλλειψης συμμόρφωσης η οποία καθίσταται προφανής εντός έξι μηνών από την παράδοση των αγαθών.   

Η πρόταση της οδηγίας προβλέπει ένα σύστημα επανόρθωσης δύο σταδίων, το οποίο είναι παρόμοιο με αυτό της οδηγίας για τις πωλήσεις στους καταναλωτές. Αντίστοιχα, ο καταναλωτής πρέπει πρώτα να δηλώσει επισκευή ή αποκατάσταση, η οποία θα πρέπει να ολοκληρωθεί από τον πωλητή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, και μόνο στο δεύτερο στάδιο αυτός/αυτή δικαιούται μείωση του τιμήματος ή καταγγελία της σύμβασης. Η λογική της διάταξης είναι να διατηρήσει τη σύμβαση άθικτη όσο γίνεται περισσότερο και, επίσης, να περιορίσει τα έξοδα στο ελάχιστο δυνατό.   

Το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης έχει κεντρική θέση στη ρύθμιση των δικαιωμάτων των καταναλωτών και εμπίπτει στο σύστημα επανόρθωσης των καταναλωτών για την έλλειψη συμμόρφωσης με τη σύμβαση. Ακολούθως, ο καταναλωτής ασκεί αυτό το δικαίωμά του με σχετική γνωστοποίηση προς τον πωλητή που παρέχεται με οποιονδήποτε τρόπο στις περιπτώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 9, δηλαδή, όταν η επισκευή ή η αντικατάσταση είναι αδύνατη. Πρόσθετα, σύμφωνα με την πρόταση, καταγγελία είναι επίσης δυνατή σε περιπτώσεις δευτερευόντων ελαττωμάτων, ενώ, προβλέπονται νέοι κανόνες στις λεπτομέρειες και στις συνέπειες της καταγγελίας.

Γ. Η πρόταση οδηγίας για το ψηφιακό περιεχόμενο

Η οδηγία για το ψηφιακό περιεχόμενο εφαρμόζεται σε κάθε σύμβαση για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου στους καταναλωτές από έναν προμηθευτή προς ένα καταναλωτή και σε αντάλλαγμα του οποίου ο καταναλωτής καταβάλλει τίμημα ή παρέχει μη χρηματική αντιπαροχή υπό τη μορφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή οποιωνδήποτε άλλων δεδομένων (άρθρο 3).  Εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του αν η σύμβαση έχει συναφθεί εξ αποστάσεως και ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο παραδίδεται το ψηφιακό περιεχόμενο (π.χ. πάνω σε σταθερό μέσο, μέσω τηλεφόρτωσης, μέσω μετάδοσης συνεχούς ροής κ.λπ.). Επίσης, εφαρμόζεται και σε αμφότερες τις συμβάσεις στο πλαίσιο των οποίων  ο καταναλωτής αποκτά έλεγχο στο ψηφιακό περιεχόμενο και τις συμβάσεις στο πλαίσιο των οποίων ο προμηθευτής προμηθεύει αποκλειστικά υπηρεσίες (π.χ. μετάδοση σε συνεχή ροή, υπηρεσίες νέφους, κοινωνικά δίκτυα κ.λ.π.).

Ο ορισμός του ψηφιακού περιεχομένου προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2. Ειδικότερα, το ψηφιακό περιεχόμενο περιλαμβάνει: α) τα δεδομένα τα οποία παράγονται και παρέχονται σε ψηφιακή μορφή, για παράδειγμα εγγραφές βίντεο ή ακουστικές εγγραφές, εφαρμογές, ψηφιακά παιχνίδια και κάθε άλλο λογισμικό, β) υπηρεσία που επιτρέπει τη δημιουργία, την επεξεργασία ή την αποθήκευση δεδομένων σε ψηφιακή μορφή, όταν τα δεδομένα αυτά παρέχονται από τον καταναλωτή, και γ) υπηρεσία που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων, σε ψηφιακή μορφή, που παρέχονται από άλλους χρήστες της υπηρεσίας αυτής, καθώς και κάθε άλλη αλληλεπίδραση με τα δεδομένα αυτά.

Η βασική υποχρέωση του προμηθευτή συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 5, στην προμήθεια του ψηφιακού περιεχομένου στον καταναλωτή ή σε ένα τρίτο μέρος που υποδεικνύεται από αυτόν/αυτή, ενδεικτικά, μία φυσική ή εικονική εγκατάσταση μέσω της οποίας το ψηφιακό περιεχόμενο γίνεται διαθέσιμο ή προσβάσιμο στον καταναλωτή, π.χ., ένας διακομιστής που παρέχει διαδικτυακό χώρο αποθήκευσης σε νέφος.  Η προμήθεια πρέπει να λαμβάνει χώρα αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης, εκτός αν τα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά. Σε περίπτωση αδυναμίας του προμηθευτή να προμηθεύσει το ψηφιακό περιεχόμενο, ο καταναλωτής μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση αμέσως.

Η κεντρική διάταξη της πρότασης οδηγίας είναι το άρθρο 6, το οποίο ρυθμίζει τη συμμόρφωση του ψηφιακού περιεχομένου. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι το ψηφιακό περιεχόμενο πρέπει να πληροί τον συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο ο καταναλωτής αγόρασε το ψηφιακό περιεχόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί οι σκοποί έχουν γνωστοποιηθεί στον προμηθευτή πριν τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και να είναι σύμφωνο με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον προμηθευτή πριν ή κατά τη σύναψη της σύμβασης. Αυτό ισχύει στην αγορά λογισμικού ή παιχνιδιών και στην προμήθεια διαδικτυακών υπηρεσιών, όπως το Netflix. Πρόσθετα, ο προμηθευτής οφείλει να παραδώσει την πλέον πρόσφατη έκδοση του ψηφιακού περιεχομένου που βρισκόταν σε κυκλοφορία κατά τη χρονική στιγμή της σύναψης της σύμβασης, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά.

Αντικειμενικά πρότυπα για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση που τα μέρη δεν προέβησαν σε συγκεκριμένες διατυπώσεις σχετικά με τις απαιτήσεις προς τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται το ψηφιακό περιεχόμενο (άρθρο 6, παράγραφος 2).

Η εγκατάσταση του ψηφιακού περιεχομένου έχει επίσης σημασία, καθώς συχνά απαιτείται να εγκατασταθεί για να λειτουργήσει ομαλά. Σχετικά, το άρθρο 7 προβλέπει ότι ο προμηθευτής φέρει την ευθύνη για έλλειψη συμμόρφωσης η οποία είναι συνέπεια της πλημμελούς ενσωμάτωσης του ψηφιακού περιεχομένου στο ψηφιακό περιβάλλον του καταναλωτή, εφόσον: α) η ενσωμάτωση του ψηφιακού περιεχομένου έγινε από τον προμηθευτή ή υπό την ευθύνη του· ή β) το ψηφιακό περιεχόμενο προοριζόταν για ενσωμάτωση από τον καταναλωτή και η πλημμελής ενσωμάτωση οφειλόταν σε ελλείψεις στις οδηγίες ενσωμάτωσης.

Ομοίως, όπως στην πρόταση οδηγίας για τις διαδικτυακές και τις εξ αποστάσεως πωλήσεις, η πρόταση οδηγίας για το ψηφιακό περιεχόμενο προβλέπει ότι κατά τον χρόνο προμήθειας του ψηφιακού περιεχομένου στον καταναλωτή, το ψηφιακό περιεχόμενο πρέπει να είναι απαλλαγμένο από κάθε δικαίωμα τρίτου, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων που βασίζονται στη διανοητική ιδιοκτησία, ούτως ώστε το ψηφιακό περιεχόμενο να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τη σύμβαση. Αυτό ισχύει και όταν το ψηφιακό περιεχόμενο παρέχεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Αναφορικά με την αναστροφή του βάρους της απόδειξης, η πρόταση υιοθετεί μία καινοτόμο λύση. Προβλέπει δηλαδή ότι το βάρος της απόδειξης, όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τους όρους της σύμβασης, το φέρει ο προμηθευτής, χωρίς χρονικό περιορισμό. Εντούτοις, ο προμηθευτής δε φέρει το βάρος της απόδειξης εάν αυτός/αυτή  αποδείξει ότι το ψηφιακό περιβάλλον του καταναλωτή δεν είναι συμβατό με τις απαιτήσεις διαλειτουργικότητας και τις διάφορες άλλες τεχνικές απαιτήσεις του ψηφιακού περιεχομένου, και ο προμηθευτής είχε ενημερώσει τον καταναλωτή σχετικά με αυτές τις απαιτήσεις πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Ουσιαστικά, αυτή η διάταξη περιλαμβάνει μία απαίτηση από τη μεριά του προμηθευτή του ψηφιακού περιεχομένου για απόκτηση πληροφοριών από τον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης.

Μία άλλη ουσιώδης ρύθμιση αφορά την ευθύνη του προμηθευτή στο άρθρο 10,  η οποία προβλέπει ότι ο προμηθευτής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή, πρώτον, για τυχόν αδυναμία προμήθειας του ψηφιακού περιεχομένου, η οποία του/της δίνει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης και, δεύτερον, για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης που υφίσταται κατά τον χρόνο της προμήθειας του ψηφιακού περιεχομένου ή για κάθε τέτοια έλλειψη που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του διαστήματος για το οποίο αυτό παρέχεται. Οι τρόποι επανόρθωσης για τη μη συμμόρφωση προς τους όρους της σύμβασης περιλαμβάνουν: α) το δικαίωμα του καταναλωτή σε αποκατάσταση της συμμόρφωσης του ψηφιακού περιεχομένου προς τους όρους της σύμβασης δωρεάν, β) το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης, ή γ) το δικαίωμα σε μείωση του τιμήματος.

Στην περίπτωση που ο καταναλωτής επιλέξει να ασκήσει το δικαίωμά του σε αποκατάσταση της συμμόρφωσης του ψηφιακού περιεχομένου προς τους όρους της σύμβασης, ο τρόπος ικανοποίησης του αιτήματος του καταναλωτή ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του προμηθευτή. Ο προμηθευτής μπορεί να παράσχει μία επικαιροποιημένη ή μία διορθωμένη έκδοση ή να ζητήσει από τον καταναλωτή να τηλεφορτώσει ένα καινούριο αντίγραφο του ψηφιακού περιεχομένου. Αυτή η επανόρθωση είναι δωρεάν και παρέχεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και χωρίς την πρόκληση σημαντικής ενόχλησης στον καταναλωτή. Ο καταναλωτής, ωστόσο, δεν έχει το δικαίωμα σε αποκατάσταση της συμμόρφωσης του ψηφιακού περιεχομένου αν αυτό θα ήταν αδύνατο, δυσανάλογο ή παράνομο.

Ο καταναλωτής δικαιούται είτε ανάλογη μείωση του τιμήματος εάν το ψηφιακό περιεχόμενο παρέχεται αντί καταβολής τιμήματος, είτε να καταγγείλει τη σύμβαση στις εξής περιπτώσεις: α) εάν ο τρόπος επανόρθωσης που συνίσταται στην αποκατάσταση της συμμόρφωσης του ψηφιακού περιεχομένου είναι αδύνατη, δυσανάλογη ή παράνομη, β) εάν ο προμηθευτής δεν έχει ολοκληρώσει τον τρόπο επανόρθωσης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος,  γ) εάν ο τρόπος επανόρθωσης για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης του ψηφιακού περιεχομένου θα προκαλούσε σημαντική ενόχληση του καταναλωτή, ή δ) εάν ο προμηθευτής έχει δηλώσει, ή καθίσταται εξίσου σαφές από τις περιστάσεις, ότι ο προμηθευτής δε θα αποκαταστήσει τη συμμόρφωση του ψηφιακού περιεχομένου προς τους όρους της σύμβασης.

Ο καταναλωτής μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση μόνο αν η έλλειψη συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης αλλοιώνει τις δυνατότητες λειτουργίας, τη διαλειτουργικότητα και τα λοιπά βασικά χαρακτηριστικά επιδόσεων του ψηφιακού περιεχομένου, όπως η προσβασιμότητα, η συνέχεια και η ασφάλεια. Το βάρος της απόδειξης ότι η έλλειψη συμμόρφωσης του ψηφιακού περιεχομένου προς τους όρους της σύμβασης δεν επηρεάζει τις δυνατότητες λειτουργίας, τη διαλειτουργικότητα και τα λοιπά βασικά χαρακτηριστικά επιδόσεων του ψηφιακού περιεχομένου το φέρει ο προμηθευτής.

Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, ο προμηθευτής επιστρέφει στον καταναλωτή το καταβληθέν τίμημα εντός 14 ημερών. Μετά την καταγγελία της σύμβασης, ο προμηθευτής μπορεί να εμποδίσει κάθε περαιτέρω χρήση του ψηφιακού περιεχομένου από τον καταναλωτή. Εντούτοις, ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να πληρώσει για οποιαδήποτε χρήση του ψηφιακού περιεχομένου πριν από την καταγγελία της σύμβασης.

Επιπλέον, ο προμηθευτής οφείλει να παράσχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να ανακτήσει όλο το περιεχόμενο που παρείχε ο καταναλωτής (π.χ. ψηφιακό περιεχόμενο στο νέφος του προμηθευτή), καθώς και τυχόν άλλα δεδομένα που παρήχθησαν ή δημιουργήθηκαν από τον καταναλωτή και τα οποία έχουν διατηρηθεί από τον προμηθευτή, δωρεάν, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και σε συνήθως χρησιμοποιούμενο μορφότυπο.

Η οδηγία για το ψηφιακό περιεχόμενο διαφέρει από τις σχετικές οδηγίες, ως προς το ότι περιλαμβάνει και μια διάταξη για αποζημίωση του καταναλωτή. Ειδικότερα, η παράγραφος 1 του άρθρου 14 προβλέπει ότι ο προμηθευτής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για κάθε οικονομική ζημία που προκαλείται στο ψηφιακό περιβάλλον του καταναλωτή λόγω της μη συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης ή της αδυναμίας προμήθειας του ψηφιακού περιεχομένου. Ορίζει επίσης ότι η αποζημίωση πρέπει να αποκαθιστά, στο βαθμό του δυνατού, την κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής αν το ψηφιακό περιεχόμενο είχε παρασχεθεί δεόντως και ήταν σύμμορφο προς τους όρους της σύμβασης.

Οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις μπορούν να τροποποιηθούν από τον προμηθευτή του ψηφιακού περιεχομένου υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 15. Συγκεκριμένα, αυτό καθίσταται εφικτό εφόσον: α) προβλέπεται αυτό από τη σύμβαση· β) ο καταναλωτής έχει ενημερωθεί εντός εύλογης προθεσμίας πριν από την τροποποίηση με ρητή προειδοποίηση σε σταθερό μέσο· γ) επιτρέπεται στον καταναλωτή να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς καμία επιβάρυνση εντός τουλάχιστον 30 ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης, και δ) μετά την καταγγελία της σύμβασης διατίθενται στον καταναλωτή τεχνικά μέσα για την ανάκτηση όλου του περιεχομένου που έχει παρασχεθεί. 

Στις μακροπρόθεσμες συμβάσεις ο καταναλωτής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση οποτεδήποτε μετά τη λήξη της πρώτης δωδεκάμηνης περιόδου.

Συμπέρασμα

Οι προτάσεις οδηγιών, τις κύριες γραμμές των οποίων περιγράψαμε παραπάνω,  θα συνεισφέρουν, αφής στιγμής υιοθετηθούν, στην ανάπτυξη ενός κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων. Επιπλέον, είναι σημαντικές για τη ρύθμιση των πτυχών του δικαίου του ηλεκτρονικού εμπορίου, καθώς το γενικό πλαίσιο άσκησης δραστηριοτήτων της κοινωνίας της πληροφορίας στην οδηγία 2000/31 δεν επαρκεί για τη νομική προστασία των καταναλωτών, τα δικαιώματα των οποίων χρήζουν ειδικής προστασίας. Ρυθμίσεις, όπως αυτές που περιέχονται στην πρόταση οδηγίας για το ψηφιακό περιεχόμενο θα επιφέρουν δραματικές αλλαγές στην αγορά των σχετικών υπηρεσιών, αλλά θα ενισχύσουν τη νομική θέση των καταναλωτών. Ως προς την πρόταση οδηγίας για τις διαδικτυακές και εξ αποστάσεως πωλήσεις έχει επισημανθεί ότι πρέπει να καταστεί περισσότερο συμβατή με την οδηγία για τα δικαιώματα των καταναλωτών και, συνεπώς, ενδεχομένως να υποστεί αλλαγές προτού υιοθετηθεί.

Επιμέλεια μετάφρασης: Γεώργιος Π. Κανέλλος, Δικηγόρος

  • 1. Ανακοίνωση της Επιτροπής «Στρατηγική για την ψηφιακή ενιαία αγορά της Ευρώπης» COM (2015) 192 final, διαθέσιμη στο: http://ec.europa.eu/priorities/digital-single-market/
  • 2. COM(2015) 634 final.
  • 3. COM(2015) 635 final.
  • 4. Βλέπε, ειδικότερα, Ανακοίνωση, Ψηφιακές συμβάσεις για την Ευρώπη - Αποδέσμευση του δυναμικού του ηλεκτρονικού εμπορίου, COM(2015) 633 final.
  • 5. Οδηγία για το ψηφιακό περιεχόμενο, αιτιολογική σκέψη αρ. 2, καθώς και, οδηγία για τις διαδικτυακές και τις εξ αποστάσεως πωλήσεις, αιτιολογική σκέψη αρ. 2.
  • 6. Πρόταση κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων (COM(2011) 635 final).
  • 7. Άρθρο 3 της οδηγίας για τις διαδικτυακές και τις εξ αποστάσεως πωλήσεις, καθώς και, άρθρο 4 της οδηγίας για το ψηφιακό περιεχόμενο.

Ιωάννης Ιγγλεζάκης

Ο Ιωάννης Ιγγλεζάκης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στον Τομέα Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας του Δικαίου. Είναι πτυχιούχος του Τµήµα Νοµικής του Α.Π.Θ., κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώµατος ειδίκευσης στον κλάδο Ιστορίας, Φιλοσοφίας και...

Δίκαιο επιταγής - 6η έκδοση
Ο ρατσιστικός λόγος μίσους ως μορφή του ρατσιστικού εγκλήματος

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΣΚΑΛΗΣ