Γεν. Δικαστήριο ΕΕ: Η Επιτροπή δεν παρείχε επαρκή πρόσβαση στις συμβάσεις αγοράς εμβολίων κατά της νόσου Covid-19
Η παράβαση αφορά ιδίως τους όρους των συμβάσεων ως προς την αποζημίωση, καθώς και τις δηλώσεις περί απουσίας συγκρούσεως συμφερόντων των μελών της διαπραγματευτικής ομάδας για την αγορά εμβολίων
Το 2020 και το 2021, συνήφθησαν μεταξύ της Επιτροπής και φαρμακευτικών επιχειρήσεων συμβάσεις αγοράς εμβολίων κατά της νόσου Covid-19: σύντομα αποδεσμεύθηκαν περίπου 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια οριστική παραγγελία η οποία αφορούσε περισσότερες από ένα δισεκατομμύριο δόσεις εμβολίου.
Το 2021, βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ιδιώτες ζήτησαν, βάσει του κανονισμού για την πρόσβαση στα έγγραφα,[1] την πρόσβαση στις συμβάσεις αυτές και σε ορισμένα συναφή έγγραφα, προκειμένου να κατανοήσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις τους και να βεβαιωθούν ότι διασφαλίζεται η προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Δεδομένου ότι η Επιτροπή παρέσχε μερική μόνον πρόσβαση στα έγγραφα αυτά, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο σε μη εμπιστευτική μορφή, οι ως άνω ευρωβουλευτές και ιδιώτες άσκησαν προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με τις αποφάσεις του, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται εν μέρει τις δύο προσφυγές και ακυρώνει τις αποφάσεις της Επιτροπής κατά το μέρος που περιέχουν πλημμέλειες.
Όσον αφορά τους όρους των συμβάσεων οι οποίοι αφορούν την αποζημίωση των φαρμακευτικών επιχειρήσεων από τα κράτη μέλη για τυχόν αποζημιώσεις τις οποίες οι επιχειρήσεις αυτές θα έπρεπε να καταβάλουν σε περίπτωση ελαττώματος των εμβολίων τους, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του και η ευθύνη του δεν δύναται να περιοριστεί ή να αποκλειστεί έναντι του ζημιωθέντος με ρήτρα περιορισμού ή απαλλαγής από την ευθύνη, δυνάμει της οδηγίας 85/374.[2] Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι καμία διάταξη της οδηγίας 85/374 δεν απαγορεύει σε τρίτο να επιστρέψει την αποζημίωση που κατέβαλε ένας παραγωγός λόγω ελαττωματικότητας του προϊόντος του. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο λόγος για τον οποίο οι όροι σχετικά με την αποζημίωση περιελήφθησαν στις συμβάσεις,[3] ήτοι η αντιστάθμιση των κινδύνων τους οποίους ανέλαβαν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις και οι οποίοι συνδέονται με τη συντόμευση της προθεσμίας ανάπτυξης των εμβολίων, είχε εγκριθεί από τα κράτη μέλη[4] και είχε δημοσιοποιηθεί. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η παροχή ευρύτερης πρόσβασης στους εν λόγω ρήτρες θα έθιγε ουσιαστικά τα εμπορικά συμφέροντα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων.
Ομοίως, η Επιτροπή δεν παρέσχε επαρκείς εξηγήσεις από τις οποίες να προκύπτει με ποιον τρόπο η πρόσβαση στους ορισμούς των φράσεων «εκ προθέσεως παράβαση» και «κάθε δυνατή εύλογη προσπάθεια» σε ορισμένες από τις συμβάσεις και στους όρους των συμβάσεων οι οποίοι αφορούν τις δωρεές και τις μεταπωλήσεις των εμβολίων θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά τα εν λόγω εμπορικά συμφέροντα.
Όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή προκειμένου να αρνηθεί εν μέρει την πρόσβαση στις δηλώσεις περί απουσίας συγκρούσεως συμφερόντων των μελών της διαπραγματευτικής ομάδας για την αγορά εμβολίων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες απέδειξαν δεόντως τον συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εν λόγω μελών. Πράγματι, μόνον εάν είχαν στη διάθεσή τους τα ονοματεπώνυμα και τον επαγγελματικό ή θεσμικό ρόλο των εν λόγω μελών θα μπορούσαν να εξακριβώσουν ότι αυτά δεν τελούσαν σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις προκειμένου να σταθμίσει ορθώς τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, τα οποία σχετίζονται με την απουσία συγκρούσεως συμφερόντων και τον κίνδυνο προσβολής της ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων των δεδομένων.
Από το ανακοινωθέν τύπου του Γενικού Δικαστηρίου
[1] Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.
[2] Οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων.
[3] Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2020, «Στρατηγική της ΕΕ για τα εμβόλια κατά της νόσου COVID 19» [COM(2020) 245 final].
[4] Άρθρο 6, τρίτο εδάφιο, της συμφωνίας της 16ης Ιουνίου 2020 μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, για την αγορά εμβολίων κατά της νόσου COVID 19, η οποία δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Επιτροπής στις 7 Σεπτεμβρίου 2020.